Όταν μια κοινωνία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, υπάρχουν επιβαίνοντες που κράζουν, άλλοι που προσεύχονται και άλλοι που προσπαθούν να βρουν αλεξίπτωτο ή αερόσακους, ακόμα και πολλοί που λένε ότι δεν υπάρχει πτώση. Υπάρχουν και κάποιοι που λένε "καλά πάμε ως εδώ, καλά πάμε ως εδώ...", σημασία όμως για όλους αυτούς τελικά δεν έχει τόσο η πτώση όσο η επερχόμενη... πρόσκρουση!

29/8/13

Κίνα: Ένας νεοφιλελεύθερος γίγαντας “Φρανκενστάιν” με πήλινα πόδια; Μια προαναγγελθείσα οικονομική κρίση, οι γεωπολιτικές προεκτάσεις και η Ελλάδα.


Βρίσκεται το Κινέζικο θαύμα στο τέλος του; Η απάντηση είναι σαφής και καταφατική και αποτυπώνεται γλαφυρά σε έναν μεγάλο αριθμό δημοσιευμάτων κυρίως του ξένου τύπου αλλά και στις απόψεις πολλών διάσημων αναλυτών και οικονομολόγων.

 

  


Συναγερμός, μεγάλο... τείχος εν όψη.


Ο Πωλ Κρούγκμαν μάλιστα, γνωστός Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος, έγραψε πρόσφατα σε άρθρο του στους New York Times Τα σημάδια είναι τώρα πια αδιάψευστα: Η Κίνα είναι σε μεγάλο μπελά. Δεν μιλάμε απλά για μια καθόδων “αναποδιά”, αλλά για κάτι πιο ουσιώδες και θεμελιώδες. Ο τρόπος του επιχειρείν, το οικονομικό σύστημα που οδήγησε για τρεις συναπτές δεκαετίες την χώρα σε μια εκπληκτική ανάπτυξη, έχει φτάσει πια στα όριά του. Και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το Κινέζικο μοντέλο είναι έτοιμο να συγκρουστεί με το δικό του μεγάλο τείχος (σ.σ Great Wall, Σινικό τείχος), το μόνο ερώτημα τώρα είναι πόσο άσχημη θα είναι αυτή η σύγκρουση!”

Η αλήθεια είναι πια σαφής για τους περισσότερους. Από την πίστη ότι δεν υπάρχει κάτι το οποίο η Κίνα δεν μπορεί να κάνει, σήμερα όλοι καταλήγουν στο ότι το μοντέλο της Κίνας δεν είναι πια λειτουργικό, αποδοτικό και το κρισιμότερο ίσως, βιώσιμο. Και αλήθεια είναι επίσης ότι αυτή η πραγματικότητα υπέβοσκε εδώ και αρκετό καιρό τώρα. Πραγματικότητα η οποία αποκρυβόταν από μια “Κινέζικη δημιουργική λογιστική”, την οποία ο Κρούγκμαν πάλι χαρακτηρίζει ως “την πιο ευφάνταστη από όλες τις άλλες”!

Ο άκρος νεοφιλελεύθερος αναλυτής Τζορτζ Φρίντμαν (George Friedman) μάλιστα, ιδρυτής του ιδιαίτερα αναγνωρίσιμου (με επιρροές σε διάφορα κέντρα λήψης αποφάσεων) και ιδιωτικού Αμερικάνικου ινστιτούτου – δεξαμενή σκέψης, παροχής αναλύσεων και διαβαθμισμένων πληροφοριών Stratfor (Strategic Forecasting, Inc), σε άρθρο του δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του Stratfor και για το ίδιο θέμα αναφέρει μεταξύ άλλων: “Η Κινέζικη οικονομία μπορεί πιθανά να αναπτύσσεται με ρυθμούς της τάξης του 7.4%, αμφιβάλω ωστόσο αν οι πραγματικοί αριθμοί είναι κοντά σε κάτι τέτοιο. Μερικοί μάλιστα εκτιμούν το μέγεθος αυτό πιο κοντά στο 5%. Άσχετα όμως από την ανάπτυξη, η δυνατότητα διατήρησης περιθωρίων κέρδους ως πρακτική τον τελευταίο καιρό σπάνια λαμβάνεται υπόψιν. Η πώληση σε τιμές κόστους ή ακόμα και σε χαμηλότερες από αυτό, μπορεί να ωθεί τα νούμερα του ΑΕΠ ωστόσο υπονομεύει τελικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία της χώρας. Αυτό συνέβη στην Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (σ.σ Κραχ Ασιατικών χρηματιστηρίων – τραπεζική κρίση Ιαπωνίας). Το ίδιο συμβαίνει σήμερα και στην Κίνα.”

Προχωρώντας, η εφημερίδα το Βήμα σε άρθρο της με τίτλο “Κίνα: Προχωρεί σε κατεπείγοντα λογιστικό έλεγχο του δημοσίου χρέους - Ανησυχίες για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία, παγκοσμίως” αναφέρει μεταξύ άλλων: “Το επίπεδο του χρέους της Κίνας, εν μέσω της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης, θεωρείται ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια σοβαρή απειλή για την κινεζική οικονομία, εάν δεν ληφθούν μέτρα για να ανασχεθεί η μεγέθυνσή του.” Και συνεχίζει, “Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε εκτιμήσει πρόσφατα ότι το σύνολο των αξιόγραφων που έχουν εκδοθεί από την κεντρική κυβέρνηση και τις τοπικές αρχές ανέρχεται στο 45% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της Κίνας. Αν και το χρέος αυτό είχε υποστηρίξει την ταχεία ανάπτυξη της Κίνας με την προώθηση επενδύσεων, οικονομολόγοι και η ίδια η κυβέρνηση εκτιμούν πλέον ότι η πολιτική αυτή δεν είναι βιώσιμη πλέον και ότι το αναπτυξιακό μοντέλο της Κίνας πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό, με την τόνωση της εγχώριας ζήτησης.”

 

Ρωγμές στα πήλινα πόδια του γίγαντα.


Εργασία με... νόμο και τάξη.
Ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία του “Κινεζικού θαύματος”, το χαμηλό κόστος παραγωγής δηλαδή, που εξασφαλιζόταν κυριότερα από το ιδιαίτερα χαμηλό εργασιακό κόστος, έγινε μπούμερανγκ για μια οικονομία και κοινωνία, όπως αποδείχτηκε τελικά, όπου ευημερούσαν οι αριθμοί σε βάρος όμως μακροπρόθεσμα της ίδιας της πραγματικής οικονομίας της χώρας αλλά και της προοπτικής της να συνεχίζει να εξελίσσεται και να αναπτύσσεται αέναα. Το πρόβλημα είναι εμφανές και εκ του αποτελέσματος αδιαμφισβήτητο. Η Κινεζική κοινωνία δεν έχει την αγοραστική δυνατότητα να απορροφήσει αυτά που η ίδια παράγει. Χαρακτηριστικά ο Τζορτζ Φρίντμαν αναφέρει και διαπιστώνει ότι, το κατά κεφαλήν εισόδημα σχεδόν 900 εκατομμυρίων ανθρώπων στην Κίνα είναι του ίδιου επιπέδου με αυτό χωρών όπως της Γουατεμάλα, Γεωργίας, Ινδονησίας ή και της Μογγολίας, δηλαδή ποσού της τάξης μεταξύ 3.000$ και 3.500$ ανά έτος. Την ίδια στιγμή 500 εκατομμύρια εξ αυτών έχουν ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα περίπου 1.500$, όχι περισσότερο από αυτό χωρών όπως η Δομινικανή Δημοκρατία, η Σερβία ή η Τζαμάικα, σημειώνοντας μάλιστα ότι “...η διέγερση και τόνωση μιας οικονομίας στην οποία περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σε βαθιά φτώχεια, είναι αδύνατη”.

Μεταξύ άλλων, αυτή η παραδοχή του Τζορτζ Φρίντμαν είναι από μόνη της μια έκπληξη. Και αυτό γιατί ο Φρίντμαν είναι φανατικός υποστηρικτής του νεοφιλελευθερισμού και θιασώτης της περίφημης σχολής του Σικάγου και του “δόγματος του σοκ”. Οπαδός ενός άλλου Φρίντμαν, του διάσημου νομπελίστα οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν, ο Τζακ ήταν από τους ένθερμους υποστηρικτές του “Κινεζικού Θαύματος”, παρόλο που από τις αρχές του 2000 είχε προειδοποιήσει, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, για τα σημερινά τεκταινόμενα. Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, το γεγονός δηλαδή ότι ένας νεοφιλελεύθερος υποστήριζε ενθέρμως και μέχρι πρότινος, ένα οικονομικό μοντέλο που δημιουργήθηκε από ένα κομουνιστικό καθεστώς σαν αυτό της Κίνας, η αλήθεια είναι ότι και πολλοί άλλοι από το ίδιο “στρατόπεδο” της λεγόμενης αυτορύθμισης της αγοράς και του απαρεμβατικού κράτους το οποίο περιορίζεται μόνο στην εφαρμογή του νόμου και της τάξης, παραδέχονται πλέον ανοιχτά την αποτυχία του Κινεζικού μοντέλου ανάπτυξης. Η σημασία αυτού εδράζεται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς υποστήριξαν απροκάλυπτα την μεταμόρφωση της Κίνας που συντελέστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 80 και εδραιώθηκε προς το 1989, μετά και τα σημαδιακά γεγονότα, μιας άλλης πλατείας τότε, της πλατείας Τιεν Αν Μεν.

Κινεζική έκδοση του Vogue. Από τον Μάο και τον κομουνισμό στο σημερινό "ιλουστρασιόν" πρόσωπο της Κίνας
Αυτό που ουσιαστικά έκανε η Κίνα, ήταν να προσφέρει όλα αυτά που ακόμα και οι πιο φανατικοί καπιταλίστες ονειρευόταν και ειδή οι θιασώτες του απαρεμβατικού νεοφιλελευθερισμού. Πολύ χαμηλή εταιρική φορολόγηση, απουσία έμμεσων φόρων, ελεύθερο χρηματοπιστωτικό σύστημα και πλούσιος χαμηλότοκος δανεισμός, ακόμα και οικονομικές ζώνες με ιδιαίτερα νομικά χαρακτηριστικά και παροχές για την διευκόλυνση και προώθηση επενδύσεων σε συγκεκριμένους παραγωγικούς και οικονομικούς τομείς. Μα το σημαντικότερο που εξασφάλιζε η κεντρική εξουσία, ως μια ιδιότυπη πράξη εφαρμογής του νόμου και της τάξης, ήταν η εγγυημένη επιβολή του χαμηλού κόστους εργασίας και κατ επέκταση, η εγγύηση για την διατήρηση του χαμηλού και ανταγωνιστικού κόστους παραγωγής γενικότερα. Ενσωμάτωση δηλαδή απόλυτα φιλελεύθερων καπιταλιστικών πρακτικών σε ένα κατά τα άλλα κομουνιστικό καθεστώς, που θέλει ευθαρσώς να αυτοχαρακτηρίζεται και ως λαϊκή δημοκρατία. Το πείραμα μπορεί να πέτυχε τουλάχιστον προς στιγμής. Οι αριθμοί ευημέρησαν. Ξένο κεφάλαιο από την δύση εισέρρευσε γενναιόδωρα δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και μια πρωτοφανή ανάπτυξη προέκυψε ακόμα και για τα δεδομένα του πιο αισιόδοξου καπιταλιστή. Όλο όμως αυτό το χρονικό διάστημα ο λαός όχι μόνο δεν ευημέρησε αλλά παρέμεινε στάσιμος σε ένα βιωτικό επίπεδο μιας άλλης εποχής. Συμπιέστηκε και εξαθλιώθηκε ακόμα περισσότερο και λόγω του αναπόφευκτου πληθωρισμού μιας αναπτυσσόμενης κατά τα άλλα οικονομίας, όπως επίσης και αυτή με την σειρά της, επηρεάστηκε αρνητικά από την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών διεθνώς που η ίδια η Κίνα προκάλεσε από την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για να “χορτάσει” την αδηφάγο κοιλιά της οικονομικής και παραγωγικής της γιγάντωσης.

 

Κίνα, ένας νεοφιλελεύθερος... Φρανκενστάιν.


Πεκίνο και φως, προσωπείο ενός διαφορετικού κόσμου.
Πέρα από τους μεγαλοπρεπείς και σύγχρονους ουρανοξύστες, τους αυτοκινητόδρομους και την εντυπωσιακή φωταγωγία των Κινεζικών μεγαλουπόλεων στα παράλια, η πραγματικότητα στην ενδοχώρα μαρτυρά μια άλλη πραγματικότητα όσο και μια ζοφερή αντίθεση. Πράγματα που το καθεστώς προσπαθεί επιμελώς να αποκρύψει, περισσότερο να αποποιηθεί μιας πιο ουσιώδους πραγματικότητας του ίδιου του του εαυτού. Η ολιγαρχική νομενκλατούρα και οι διάφοροι κομισάριοι του κομουνιστικού κόμματος της Κίνας μεταμορφώθηκαν γρήγορα σε μια νέα ολιγαρχική τάξη, απόλυτα καπιταλιστική αυτή την φορά, ελέγχοντας τους μεγαλύτερους οικονομικούς τομείς της χώρας. Ο πλούτος και η ισχύ που έχει στα χέρια της αυτή η νέα ιδιόμορφη Κινεζική ελίτ είναι πραγματικά ασύλληπτη και εντυπωσιακή. Γύρο τους μια επίσης προνομιούχα νέα συνεργατική με αυτούς τάξη “αξιωματικών” που μοιράζεται, ένα σκαλοπάτι πιο κάτω, την πίτα. Πλαισιωμένοι όλοι αυτοί από τους τυχερούς νέο αστούς, συντριπτική μειοψηφία του λαού, που έλαχε απλά να ζει στις “λαμπερές” παραλιακές οικονομικές ζώνες του εμπορίου, των εξαγωγών και των υπηρεσιών. 

Πίσω από τους ουρανοξύστες και την φωταγωγία
Περισσότεροι όμως από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν μέσα στην φτώχεια. Πίσω από τον μανδύα του κομουνισμού και της λαϊκής δημοκρατίας, αυτοί είναι οι “τιμημένοι” εργάτες, οι προλετάριοι που αυτοκτονούν λόγω και των πιεστικών συνθηκών εργασίας, όπως καταγγέλλουν δεκάδες ανθρωπιστικές οργανώσεις τις οποίες όχι μόνο το καθεστώς προσπαθεί να αποσιωπήσει, αλλά ακόμα και το ίδιο το διεθνές νεοφιλελεύθερο κεφάλαιο. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλά για να μην δυσφημίσει αυτό που το ίδιο ευαγγελίστηκε ως μέρος της επιθυμητής του ολοκλήρωσης. Το θαύμασε, το υποστήριξε, το χρηματοδότησε και το διαφήμισε για να το θαυμάσει και όλος ο κόσμος, να προσκυνήσει ένα σύστημα και ένα μοντέλο, απόλυτα νεοφιλελεύθερο κατ' ουσίαν, το οποίο όμως τελικά ως μια άλλη Βαβυλώνα της αποκάλυψης, ένα στρεβλό κατασκεύασμα και παραμορφωμένο κτήνος, ένας Φρανκενστάιν φτιαγμένος από ετερόκλητα στοιχεία και πολλά ψέματα, είναι έτοιμος να καταρρεύσει από τις αμαρτίες του αλλά και από αυτές αυτών που τον δημιούργησαν.

Ο εργάτης ξεκουράζεται...παιδική εργασία στην "Λαϊκή δημοκρατία" της Κίνας.

Άλλος ένας "Προλετάριος" που... αυτοκτόνησε από τις συνθήκες εργασίας

Επιμύθιο ενός κανόνα χωρίς εξαιρέσεις


Χωρίς ...σχόλιο!
Μπορεί βέβαια κάποιοι από τους οικονομολόγους και τους ειδικούς, που μέχρι πρότινος θαύμαζαν το Κινεζικό θαύμα, τώρα να ψελλίζουν ότι ένα, μεταξύ άλλων, δομικό πρόβλημα αυτής της οικονομίας είναι και ο οικονομικός συγκεντρωτισμός που διέπεται από τα χαρακτηριστικά ενός κομουνιστικού καθεστώτος. Ωστόσο απλά το ψελλίζουν, γιατί αλίμονο, θα πρέπει τότε να εξηγήσουν (και προφανώς να αποδεχθούν) το πώς αυτός ο απαρεμβατικός νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, αυτό που τελικά παράγει, είναι μια μορφή ακόμα πιο μακάβριου οικονομικού συγκεντρωτισμού εκφρασμένου στην δημιουργία γιγαντιαίων ολιγοπωλίων και άρα οικονομικών ολιγαρχιών. Είναι απλό, όταν το κράτος δεν παρεμβαίνει στις αγορές, αυτό που μεταξύ άλλων κάνει είναι να άρει τον προστατευτισμό του σε ότι αφορά την διασφάλιση της κοινωνικής συνεκτικότητας των πιο ευπαθών οικονομικών τάξεων όπως επίσης και της μεσαίας-μικρομεσαίας αστικής τάξης. Του βασικού και πλέον δυναμικού καταναλωτικού χώρου μιας κοινωνίας δηλαδή, αλλά και χώρου μόχλευσης της ρευστότητας.

Κινέζοι αστοί, πλούτος και χλιδή για... "όλους"
Όλα γίνονται στο όνομα της παραγωγής και της ανάπτυξης, ο ανταγωνισμός χαντακώνει και διαλύει τους μικρομεσαίους σαν ένας μηχανισμός αυτορύθμισης της αγοράς και μόνος ωφελημένος τελικά είναι το μεγάλο κεφάλαιο, που και αυτό με την σειρά του ομογενοποιείται για να παράγει μεγάλους συγκεντρωτικούς οικονομικούς σχηματισμούς, δηλαδή οικονομικές οντότητες που σταθερά και λόγω της ισχύς που αποκτούν, μετατρέπονται σε οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές ολιγαρχίες. Αυτές με την σειρά τους συσσωρεύουν το χρήμα από τα μεγάλα κέρδη προκαλώντας προβλήματα ρευστότητας στην αγορά ενώ η πραγματική οικονομία υπονομεύεται αργά και σταθερά. Ο τραπεζικός κλάδος σε αυτό το σημείο υποχρεώνεται να αυξήσει τα επιτόκια για να αποκαταστήσει τα κεφάλαιά του τα οποία έχουν απορροφηθεί μέσω του πρότερου δανεισμού προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η “ανάπτυξη” και η οποία φαίνεται τώρα να υποχωρεί, αυτό “στεγνώνει” περαιτέρω την αγορά η οποία αρχίζει επιταχυνόμενα πια να παράγει πρόσθετη ανεργία στην ήδη υπάρχουσα, η ύφεση επιδεινώνεται διαλύοντας την συνεκτικότητα των κοινωνιών, τα κράτη προστρέχουν να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας προσθέτοντας βάρη στο χρέος τους, η κοινωνία “αναλαμβάνει” να αποπληρώσει αυτό το βάρος με περικοπές και διάλυση του κοινωνικού κράτους, βυθίζοντας την όμως σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση ... Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, με κάποιες μικρές παραλλαγές στην Κίνα, αυτό συμβαίνει και οπουδήποτε αλλού εφαρμόστηκε αυτό το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού με κυριότερα παραδείγματα αυτά των αναπτυσσόμενων χωρών της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και λιγότερο της Αφρικής. Αυτό συνέβη και στις ΗΠΑ το οποίο κορυφώθηκε με την κρίση του 2007 και την κατάρρευση της Lehman Brothers, αυτό συμβαίνει τώρα και στην Ευρώπη. Και καταλήγει προφανώς να είναι παράλογο το ότι η αντιμετώπιση αυτών των κρίσεων γίνεται με το ίδιο εκ καταβολής πλαίσιο σκέψης των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών που τις προκάλεσαν. Και είναι ακόμα πιο παράλογο και σχιζοφρενικό ταυτόχρονα, το ότι αυτές οι πολιτικές “διάσωσης” δηλαδή καταστρέφουν και τις δομές ακόμα και των αστικών και κοινωνικών δημοκρατιών οι οποίες γέννησαν ουσιαστικά όλες αυτές τις συναφείς νεοφιλελεύθερες οικονομικές πρακτικές... λες και αυτές οι “διασώσεις” που εμπεδώνονται μέσω του “δόγματος του σοκ” σε αυτό ακριβός αποσκοπούν... και κάπως έτσι η Κίνα φαίνεται να έχει να διαλέξει ανάμεσα σε τέτοιου είδους πολιτικές “διάσωσης”, που είναι και της “μόδας”, ή να πάει σε κάποιες άλλες επιλογές και κατευθύνσεις όπως αυτές που επέλεξαν οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία και οι οποίες δείχνουν, τουλάχιστον για την ώρα, αποτελεσματικές και μάλλον ελπιδοφόρες, ως το μη χείριστο, για τους λαούς και τις κοινωνίες αλλά και για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.

Γεωπολιτικές προεκτάσεις μιας προαναγγελθείσας κρίσης: Ζήτημα εσωτερικής τάξης και η “μεταμόρφωση”


Αγωνιώδες το ερώτημα αν η Κίνα μπορεί να κάνει κάτι για να αναστρέψει την κατάσταση. Προφανείς οι επιπτώσεις στην ήδη δοκιμαζόμενη παγκόσμια οικονομία αν το νούμερο δύο αυτής μπει σε τροχιά εκδηλωμένης οικονομικής κρίσης και ύφεσης. Ακόμα πιο αγωνιώδες όμως το ερώτημα, λανθασμένα ως υποφαινόμενο για πολλούς την ώρα αυτή, αν η παρούσα κατάσταση στην Κίνα είναι ικανή να προκαλέσει και γεωπολιτικούς τριγμούς, όχι μόνο στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας αλλά και σε όλον τον κόσμο, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την παγκόσμια ασφάλεια.

Τιεν αν μεν 1989, μια λαϊκή εξέγερση σήμερα δεν θα είναι έτσι...
Πολλοί απορρίπτουν αυτήν την πιθανότητα, σκόπιμα ίσως για την ώρα και για ευνόητους λόγους “τάξης”.
Οι ίδιοι αναλυτές όμως που απορρίπτουν αυτήν την πιθανότητα, ξέρουν πολύ καλά και το λένε, ότι ο μεγαλύτερος φόβος της Κινέζικης ελίτ είναι η εσωτερική κοινωνική αστάθεια που η όλη κατάσταση αυτή μπορεί να προκαλέσει. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια εκτεταμένη λαϊκή αντίδραση, ακόμα και μια ολική κοινωνική εξέγερση μπορεί να είναι προ των πυλών. Σίγουρα δεν είναι εφικτό να αντιμετωπίσει κανείς μια τέτοια εξέλιξη όταν μιλάμε για τον πολυπληθέστερο λαό στον κόσμο και ακόμα περισσότερο, όταν επίσης μιλάμε, για μια χώρα εθνολογικό μωσαϊκό με φυγόκεντρες αποσχιστικές δυνάμεις και τάσεις να υποβόσκουν στο εσωτερικό της. Τα πράγματα για την Κινεζική ελίτ λοιπόν όσο περίπλοκα και αν μπορούν να φαίνονται ότι είναι, άλλο τόσο απλά είναι. Μπορεί να συζητούν για αλλαγή του οικονομικού τους μοντέλου, ως μια πρώτη σώφρονα επιλογή, προκειμένου να ενισχυθεί η καταναλωτική δυνατότητα του λαού, με ότι το θετικό μπορεί αυτό να σημαίνει για την βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου, ωστόσο όμως εδώ υπάρχουν δύο κρίσιμα σημεία κλειδιά. Το ένα είναι ότι στην περίπτωση αυτή η ελίτ θα πρέπει να παραχωρήσει σημαντικό μέρος των κερδών της αλλά και του πλούτου της, άρα και των προνομίων της. Το δεύτερο είναι αν αυτή η διαδικασία αλλαγής μπορεί να πετύχει ή ακόμα και αν αυτές οι διαδικασίες προλάβουν καν να ολοκληρωθούν πριν τις προλάβουν τα γεγονότα και οι κοινωνικές εξελίξεις λαϊκής αντίδρασης. Οι αμφιβολίες και οι φόβοι του δευτέρου σημείου είναι ουσιαστικά ικανές να ακυρώσουν τις σκοπιμότητες του πρώτου σημείου, έστω ακόμα και αν η ελίτ είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε συμβιβασμούς, πόσο μάλλον δε όταν μεγάλο μέρος αυτής διακατέχεται αποδεδειγμένα από έπαρση και αλαζονεία.

Για μια εξουσία συγκεντρωτική όμως που ελέγχεται από μια επίσης συγκεντρωτική, ολιγαρχική και αυταρχική ελίτ (και ως δεύτερη επιλογή), της είναι πιο εύκολο, σε αντιπαραβολή με μια πολυμερισμένη εξουσία, να επιλέξει άλλους δρόμους “διαφυγής”, όπως και συνήθως επιλέγεται τελικά σε τέτοιες περιπτώσεις. Η “εξαγωγή” για παράδειγμα μιας εσωτερικής κρίσης με σκοπό να προκαλέσει την αντανακλαστική συσπείρωση της κοινωνίας έναντι μιας απειλής, εθνικής κατά κύριο λόγο. Η απειλή μπορεί να είναι ακόμα και ένας εσωτερικός εχθρός που να έχει ας πούμε φυλετικό ή πολιτικό - ιδεολογικό χαρακτήρα. Ή μπορεί να είναι και τα δύο μαζί ταυτόχρονα. Στην συνέχεια ο πατριωτισμός καλλιεργείται και προπαγανδίζεται με αποτέλεσμα αυτός να στρεβλωθεί και να καταλήξει στον παροξυσμικό και τυφλό εθνικισμό. Είναι μια επιλογή για την Κίνα σαν ένα απλό κλικ ενός διακόπτη, που αν την ακολουθήσει, τότε αυτή θα βρεθεί να “μετενσαρκώνεται” από την παρούσα κατάσταση Φρανκενστάιν σε μια άλλη πολύ πιο μοχθηρή και συνάμα σίγουρα πιο αποτρόπαιη. Θα μπορούσε εδώ κάποιος να πει και καθ υπερβολήν λόγου ίσως, ότι πράγματι η Κίνα απέχει μόλις ένα κλικ από το να μεταφερθεί σε μια λανθάνουσα κατάσταση ενός μεταμοντέρνου εθνικοσοσιαλισμού, αφού ούτως άλλωστε το ολοκληρωτικό καθεστώτος στο οποίο βρίσκεται τηρεί ήδη τα περισσότερα προαπαιτούμενα. Και δεν είναι μια υπερβολή αυτό. Η Κινεζική ελίτ θα μπορούσε να επιλέξει και έναν τρίτο εναλλακτικό δρόμο που ακαριαία όμως θα την έφερνε πάλι στους δρόμους του εθνικισμού. Η αυτό-κατάρρευση του κομουνιστικού καθεστώτος, ως η τρίτη εναλλακτική, με την αναγγελία ενός άλλου, καπιταλιστικού και πιθανά με δημοκρατικές καταβολές δυτικού τύπου, θα μπορούσε να εξαργυρώσει τις “νέες” ελπίδες του λαού αποσοβώντας την πολύ-φοβη έκρηξή του. Ωστόσο μια τέτοια εξέλιξη δεν θα έδινε τίποτα περισσότερο από μια απλή παράταση χρόνου ζωής στις ελίτ. Το πρόβλημα των εθνικών αποσχιστικών τάσεων θα παρέμενε και ίσως θα ενδυναμωνόταν. Πρόβλημα όμως το οποίο η ιδεολογική ομπρέλα του παρόντος κομουνιστικού καθεστώτος, όσο και οι δικτατορικές πρακτικές του, αντιμετώπισαν με επιτυχία και για πολλά χρόνια αυτό το ζήτημα. Αν ωστόσο αυτό το καθεστώς πάψει να υπάρχει, τότε θα πρέπει να εξευρεθεί ένα άλλο καθεστώς ως η συγκολλητική ουσία αυτού του εθνικού μωσαϊκού. Η Κίνα έτσι είναι πολύ πιθανό να γίνει επιρρεπείς σε διάφορες ακραίες ιδεολογίες και αντιλήψεις που μπορούν να εξυπηρετήσουν αυτήν την σκοπιμότητα όπως π.χ ο πανασιανισμός. Η πολλά γνωστή και με ιστορικούς όρους Εθνικιστική Κίνα, δεν αναφερόμαστε στο Κουομιτάνγκ ως τη πολιτική μορφοποίηση της που εδράζεται στην Ταϊβάν ακόμα και σήμερα, όχι μόνο δεν έπαψε να υπάρχει, αλλά η δράση της όλον αυτόν τον καιρό μετουσιώθηκε σταδιακά και τεχνηέντως συγχωνεύθηκε στο κυρίαρχο κομουνιστικό κόμμα της χώρας. Ο εθνικισμός στην Κίνα όχι μόνο είναι υπαρκτός αλλά αποτελεί και την πλειοψηφία αυτής της ... Φρανκενστάιν τύπου Κινεζικής ελίτ. Οι συνειρμοί λοιπόν ευνόητοι για το ποιο θα είναι το διάδοχο καθεστώς αν το υπάρχων καταρρεύσει.

Γεωπολιτικές προεκτάσεις μιας προαναγγελθείσας κρίσης: Η εξαγωγή της κρίσης


Η Κίνα "σκίζει" τον Ανατέλλον Ήλιο
Πρόγευση μιας τέτοιας πιθανότητας, της εξαγωγής της εσωτερικής κρίσης δηλαδή, αποτελεί η σχετικά πρόσφατη επιδείνωση των Σινοϊαπωνικών σχέσεων με αφορμή το αμφισβητούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς των νήσων Σενκάκου. Το κλίμα στην περιοχή είναι σταθερά θερμό με τις δύο πλευρές να επιδίδονται σε στρατιωτικές δραστηριότητες ελιγμών και προκλήσεων. Πίσω από τις “γραμμές” υπάρχει μια φιλολογία για ύπαρξη μεγάλου υποθαλάσσιου πλούτου στην ευρύτερη περιοχή το οποίο ταυτόχρονα θέτει και θέμα χάραξης ΑΟΖ, όχι μόνο στην περιοχή αυτή, αλλά και ευρύτερα ανάμεσα στις θάλασσες που η Κίνα, η Ιαπωνία αλλά και άλλες χώρες μοιράζονται. Ακόμα πιο πίσω όμως από τις “γραμμές”, αυτό που ανησυχεί πολλούς είναι το αν η Κίνα έχει ήδη αρχίσει να ενορχηστρώνει την εξαγωγή της εσωτερικής της κρίσης. Αυτό το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον, είναι ο τρόπος που η Κίνα χειρίστηκε επικοινωνιακά το θέμα αυτό στο εσωτερικό της.

Η διαμάχη για τα νησιά Σενκάκου μπορεί κατά πολλούς να αποτελέσει την θρυαλλίδα δυσμενών εξελίξεων στην περιοχή αλλά και να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια ασφάλεια ιδίως αν συνδυαστεί με θερμά γεγονότα στην Μέση Ανατολή.

Από τις συγκεντρώσεις Κινέζων για τα διαφιλονικούμενα νησιά
Τα διάφορα κατά τόπους “πολίτ μπιρό” του κόμματος διοργάνωσαν και υποκίνησαν συγκεντρώσεις και πορείες με έντονο πατριωτικό χαρακτήρα ως ένδειξη υποστήριξης της κυβέρνησης η οποία “προστατεύει τα κυρίαρχα δικαιώματα του επίσης κυρίαρχου Κινεζικού λαού”. Το θέμα των νήσων Σενκάκου και με την προπαγανδιστική ενθάρρυνση πατριωτικής ρητορείας των ντόπιων, τοπικών κατά κύριο λόγο, ΜΜΕ, αποτέλεσε την θρυαλλίδα για την ανάφλεξη έντονων παροξυσμικού τύπου εθνικιστικών εκδηλώσεων που φτάσανε μέχρι του σημείου να προκληθούν εκτεταμένοι βανδαλισμοί σε επιχειρήσεις Ιαπωνικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στην Κίνα. Πολλές από αυτές αναγκάστηκαν να αναστείλουν προσωρινά τις δραστηριότητες τους στην χώρα, ενώ μάλιστα, κάποιες λιγότερες, την εγκατέλειψαν. Προφανώς το γεγονός ότι οι Κινέζοι και τούμπαλιν βέβαια, δεν έχουν και τα καλύτερα αισθήματα για τους Ιάπωνες λόγω ιστορικών ζητημάτων που τους αφορούν, αυτό και μόνο αποκτά ειδικό βάρος στα πράγματα αυτής της διενέξεως.

Διαμαρτυρίες Κινέζων κατά της Ιαπωνίας.

Γεωπολιτικές προεκτάσεις μιας προαναγγελθείσας κρίσης: Οι εξοπλισμοί και οι αριθμοί


Παρελαύνων στρατός με το γνωστό βηματισμό της χήνας.
Ένα άλλο θέμα που και λόγω του υφιστάμενου κλίματος, για κάποιους έχει πιθανά σαφείς ανησυχητικές προεκτάσεις, είναι ο κλιμακούμενος σε ένταση εξοπλισμός των Κινεζικών ενόπλων δυνάμεων. Υπάρχουν βέβαια και πολλοί άλλοι οι οποίοι θεωρούν ότι αυτό είναι αυτονόητο να συμβαίνει για μια μεγάλη χώρα σαν την Κίνα, η οποία έχει δικαιολογημένους λόγους να προβαίνει σε μια τέτοια πράξη αφενός για θέματα που αφορούν την εσωτερική ασφάλεια και τάξη και αφετέρου για λόγους προβολής στρατιωτικής ισχύος που συνάδει με την πολιτική οικονομικής επέκτασης και διείσδυσης την οποία η Κίνα επιχειρεί και πέρα από τα σύνορά της. Και ότι αυτό δεν αποτελεί εντέλει πραγματική απειλή. Πολλοί βέβαια είχαν υποστηρίξει, με κάποιες παραλλαγές, το ίδιο και για την Γερμανία του Χίτλερ...

Πρωτότυπο του Κινέζικου μαχητικού J-20 +5ης γενιάς.
Οι αριθμοί έχουν πάντως το δικό τους ενδιαφέρον. Η Κίνα είναι η δεύτερη χώρα παγκοσμίως πίσω από τις ΗΠΑ και πάνω από την Ρωσία στην διάθεση κονδυλίων για εξοπλισμούς, η οποία το 2012 διέθεσε περίπου 106 δισεκατομμύρια δολάρια, περίπου δηλαδή το μισό ΑΕΠ μιας χώρας όπως η Ελλάδα. Την ίδια στιγμή και για το 2013, ο προϋπολογισμός της Κίνας προβλέπει αύξηση των αμυντικών δαπανών για εξοπλισμούς της τάξης του 10,7% σε σχέση με το 2012. Ποιο πριν, το 2012 σε σχέση με το 2011 παρουσίασε αύξηση 11,2% και αυτό με την σειρά του αύξηση 12,7% σε σχέση με το 2010. Μεσοσταθμική δηλαδή αύξηση τριετίας σχεδόν κατά 30% όταν την ίδια στιγμή η αύξηση αυτών των δαπανών για εξοπλισμούς ήταν μόλις 16,5% για το διάστημα 2000 με 2009. Περισσότερα από ένα τρισεκατομμύρια δολάρια έχει αφιερώσει η Κίνα στον τομέα των αμυντικών δαπανών αυτά τα 13 πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, όσο σχεδόν και παραπάνω δηλαδή, το χρέος της Ελλάδας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας μαζί ή σχεδόν το μισό χρέος της Ιταλίας σήμερα.

Ωστόσο για το θέμα των αμυντικών δαπανών της χώρας, γίνεται εκτεταμένα λόγος και εδώ για μια “δημιουργική λογιστική” που αποκρύπτει τα πραγματικά μεγέθη τα οποία είναι αρκετά μεγαλύτερα. Το υπουργείο αμύνης των ΗΠΑ μάλιστα σε σχετική του ετήσια έκθεση αναφέρει ότι τα ποσά που δαπανήθηκαν το 2012 είναι μεγαλύτερα από αυτά που έχει ανακοινώσει το Πεκίνο. Η έκθεση κάνει λόγο για ποσό περίπου 168 δις δολαρίων την στιγμή που είχαν ανακοινωθεί μόλις 106 δις δολάρια. Κατά άλλους αναλυτές το ποσό αυτό ανέρχεται ακόμα και στα 187 δις δολάρια, σημειώνοντας μάλιστα ότι αυτό συμβαίνει κατ' εξακολούθηση τα τελευταία έξι χρόνια, η απόκρυψη δηλαδή των πραγματικών μεγεθών! Ο Αμερικανός Τζον Μακρίρη (John McCreary), διάσημος και έγκριτος αναλυτής στρατιωτικών και διπλωματικών θεμάτων, σε άρθρο του στην Washington Times για το θέμα αυτό, πάει ένα βήμα πιο πέρα ισχυριζόμενος ότι η Κίνα όχι μόνο αποκρύπτει τα πραγματικά νούμερα σχετικά με τους εξοπλισμούς της, αλλά αποκρύπτει ακόμα περισσότερα που αφορούν και δαπάνες για την στρατιωτική έρευνα, υποδομές, ενίσχυση της πολεμικής παραγωγικής δυνατότητας και ετοιμότητας, όπως επίσης και δαπάνες για το στρατηγικό οπλοστάσιο της χώρας, δηλαδή πυρηνικά όπλα, πύραυλοι, κτλ. Και δεν είναι λίγοι που συμμερίζονται αυτήν την άποψη.

Το νέο αεροπλανοφόρο της Κίνας "Liaoning" το οποίο θα μπει σε υπηρεσία μέχρι τις αρχές του 2015 ή και νωρίτερα. Όλοι λένε ότι ένα imperiun που θέλει να σέβεται τον εαυτό του και για να μπορέσει να επιβιώσει στον χρόνο, χρειάζεται ένα ισχυρό ναυτικό. Η Κίνα βρίσκεται προ καιρού σε ένα γιγάντιο πρόγραμμα ενίσχυσης του πολεμικού ναυτικού της. Αεροπλανοφόρα σαν αυτό αλλά και πολλά άλλα σύγχρονα σκάφη προστίθενται συνεχώς στο μοντέρνο οπλοστάσιο της. Πρώτοι που "εισπράττουν" αυτήν την πραγματικότητα οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία. Ιδίως για τις πρώτες, η τακτική αυτή της Κίνας θεωρείται ως άμεση απειλή για τα συμφέροντά της. Για τις ΗΠΑ το δόγμα ότι η ισχύ τους βασίζεται στον έλεγχο των ωκεανών είναι απαράβατο. Για αυτό άλλωστε αποκαλούν εαυτούς πρωτίστως ως ναυτική δύναμη.

Γεωπολιτικές προεκτάσεις μιας προαναγγελθείσας κρίσης: Οικονομική διείσδυση και πρώτες ύλες


Οι εισαγωγές της Κίνας σε λιγνίτη σε σχέση με την μέση τιμή του
Είναι γνωστό ότι η Κίνα εδώ και πολύ καιρό επιδίδεται σε μια πολιτική οικονομικής επέκτασης και πέρα από τα σύνορά της. Είναι λογικό και προφανές να συμβαίνει κάτι τέτοιο για μια χώρα του μεγέθους της Κίνας. Η πολιτική της αυτή έχει όμως και μια άλλη έκφανση που είναι συνδεδεμένη με δύο πράγματα. Το πρώτο ότι η Κίνα με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να εκτονώσει μέρος της οικονομικής κρίσης της που υποβόσκει διεισδύοντας σε νέες αγορές προκειμένου αφενός τα οικονομικά οφέλη από αυτήν την διαδικασία να μετριάσουν τα προβλήματα στον ηπειρωτικό της χώρο και αφετέρου βέβαια, οι επιχειρηματίες της να αυξήσουν τα κέρδη τους. Το δεύτερο και ίσως το ποιο κρίσιμο, είναι ότι η Κίνα με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να αποκτήσει πρόσβαση σε πρώτες ύλες και πόρους που είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για την οικονομία και την παραγωγή της.
Η Κίνα αντιμετωπίζει με δραματικό τρόπο αυτό που και η Γερμανία αλλά και η Ιαπωνία αντιμετώπισαν παλαιότερα, όπως και σήμερα ακόμα, κατά τα χρόνια πριν τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, μια από τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στην κατάληξη που όλοι γνωρίζουμε. Στενότητα σε πρόσβαση ως και παροδική έλλειψη πόρων όπως σε μεταλλεύματα, ορυκτά και ενέργεια.

Εισαγωγές ορυκτού σιδήρου στην Κίνα σε αντιπαραβολή με άλλες βιομηχανικές οικονομίες. Οι έλλειψη πρόσβασης σε πόρους σιδήρου για την Κίνα αποτελούν μεγάλο πρόβλημα για την βιομηχανική παραγωγή της αναγκάζοντας την να εισάγει τις τεράστιες ποσότητες που χρειάζεται σε συνεχώς όμως αυξανόμενες τιμές που η δική της ζήτηση προκαλεί.  
Η Κινέζικη ενδοχώρα είναι φτωχή σε τέτοιους πόρους και αναγκάζεται να τους εισάγει. Μην μπορώντας λοιπόν να τους ελέγξει, εκτίθεται στους νόμους της αγοράς οι οποίοι “τιμωρούν” την Κίνα με σταθερή αύξηση τιμών, που προκαλείται εν μέρη, από την ίδια την αύξηση της ζήτησης που η ίδια δημιουργεί. Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας της και κυριότερα στο κομμάτι που έχει να κάνει με την διατήρηση του χαμηλού παραγωγικού κόστους, του σημαντικότερου δηλαδή εργαλείου ανάπτυξης στο οποίο η οικονομία της βασίστηκε.

Εισαγωγές αργού πετρελαίου. Αν και τον τελευταίο καιρό η Κίνα εντατικοποιεί τις έρευνές της για αυτόν τον πόρο στην επικράτειά της, οι εκτιμήσεις δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες για το ότι θα μπορέσει να καλύψει έστω και ένα ευκαταφρόνητο ποσοστό των αναγκών της. Δεν προβλέπεται δε τα όποια ευρήματα να αξιοποιηθούν πριν το 2020. 
Το θέμα λοιπόν των πρώτων υλών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και με την προαναγγελθείσα Κινεζική οικονομική κρίση. Είναι όμως και ολοκληρωτικά συνδεδεμένο με το μέλλον της χώρας προκειμένου αυτή να επαναφέρει και διατηρήσει σε κατάσταση ακμής τις οικονομικές της τροχιές. Πόσο μάλλον δε αν πρόκειται να προχωρήσει σε παρεμβάσεις προκειμένου να ενισχυθεί η καταναλωτική ικανότητα και πίστη στο εσωτερικό της.

Αν και αυτή η πολιτική οικονομικής επέκτασης και διείσδυσης σε τρίτες χώρας μπορούσε ως τώρα να χαρακτηριστεί ως ήπια, οι αριθμοί πλέον καταμαρτυρούν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο τομέας ερευνών, αναλύσεων και πληροφοριών του Economist, γνωστός και ως EIU (Economist Intelligence Unit), σε πρόσφατη του ανάλυση υπολογίζει ότι η Κίνα εξήγαγε το 2012, κεφάλαια της τάξης των 115 δισ δολαρίων για την διείσδυσή της σε τρίτες αγορές και χώρες ανά τον κόσμο. Εκτιμά δε ότι τα κεφάλαια αυτά θα αυξηθούν στα 172 δις δολάρια το 2017. Η κούρσα σε αυτόν τον τομέα ξεκίνησε το 2005, όπου και ως σήμερα, ο ρυθμός αυτός των επενδύσεων στο εξωτερικό εντάθηκε και αυξήθηκε κατά 35% ανά έτος! Από την 16η θέση που βρισκόταν η Κίνα στην παγκόσμια κατάταξη υπερπόντιων επενδύσεων, σήμερα είναι στην τρίτη θέση πίσω από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, ενώ η πρόβλεψη είναι ότι από το 2017 και μετά θα βρεθεί μόλις μια ανάσα πίσω από τις προπορευόμενες ακόμα ΗΠΑ. Ο γεωγραφικός χώρος στον οποίον επιδίδεται αυτή η οικονομική επεκτατική πολιτική της Κίνας είναι, πρωτίστως και σαφώς, ο ευρύτερος Ασιατικός χώρος της ανατολής και του Ειρηνικού. Ακολουθούν η Αφρική και οι Αραβικές και Ισλαμικές χώρες, ενώ πρόσφατα η Κίνα κάνει δυναμική εμφάνιση στην Ευρώπη και επιχειρεί ταυτόχρονα είσοδο και στην Αμερικανική ήπειρο.

Η ένταση, τα μεγέθη αλλά και η ταχύτητα ωστόσο αυτής της πολιτικής δείχνουν και κάτι άλλο για την Κίνα. Αυτός ο οικονομικός της επεκτατισμός και λόγω της κατάστασής των πραγμάτων στο εσωτερικό της, ανάγεται αντανακλαστικά σε περιοχές αντίληψης και πέραν του εμπορίου ή της οικονομίας με την στενή έννοια του όρου. Η νέα αυτή τακτική της Κίνας έχει πρωτίστως, κρίσιμες για αυτήν, πολιτικές, γεωπολιτικές, γεωοικονομικές αλλά και γεωστρατηγικές σκοπιμότητες. Είναι μια καθαρά ιμπεριαλιστική τοποθέτηση στα ευρύτερα πράγματα των παγκόσμιων γεωπολιτικών συσχετισμών. Η Κίνα μπαίνει πια ως νέος αλλά και αποφασισμένος παίχτης σε παίγνια υψηλών γεωστρατηγικών διαστάσεων, χώρο από τον οποίο απουσίαζε, αυτό-περιορίζοντας μέχρι προσφάτως τον εαυτό της στον ρόλο της τοπικής δύναμης και της εν δυνάμει υπερδύναμης.

Αναπόφευκτα αυτή της η πολιτική θα οδηγήσει σε νέους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε “παίχτες” μεγάλου βεληνεκούς. Θα βρεθεί αντιμέτωπη με προ εγκατεστημένα και ισχυρά συμφέροντα στις περιοχές που θα επιχειρήσει να διεισδύσει ιδίως σε τομείς που χαρακτηρίζονται ως στρατηγικοί. Προφανώς η Κίνα γνωρίζει εκ των προτέρων, όπως και οι “ενδιαφερόμενοι” βέβαια, ότι αυτοί οι ιδιόμορφοι ανταγωνισμοί μπορεί να καταλήξουν και σε σύγκρουση. Το ζητούμενο είναι αν αυτές οι συγκρούσεις θα περιοριστούν σε ένα επίπεδο πολιτικής αντιπαράθεσης, εκβιασμών, τακτικισμών και, πιθανά μέχρις ενός σημείου, σε μια κατάσταση ψυχρού πολέμου ή αν τα πράγματα θα ξεφύγουν και θα καταλήξουν σε μια θερμή σύγκρουση. Η ιστορία πάντως έχει δείξει ότι όταν τα διάφορα imperium βρεθούν σε τέτοια επίπεδα και μεγέθη ανταγωνισμού, με οικονομικές κρίσεις να υποβόσκουν ή και να έχουν εκδηλωθεί, πολύ γρήγορα και αναπόφευκτα περνάνε από το πρώτο επίπεδο στο δεύτερο. Ίσως και γιατί μεταξύ άλλων, αυτή να είναι και μια βολική κατάληξη για τους εμπλεκόμενους, αφού θα μπορέσουν μέσα από αυτήν να επανεκκινήσουν την οικονομία τους, ιδίως αν αυτή έχει προβλήματα, τόσο όσο επίσης στο εντωμεταξύ να ελέγξουν και τις κοινωνίες τους οδηγώντας τες σε αλλαγές που οι ίδιοι επιθυμούν και όχι σε αλλαγές που αυτές δυνητικά θέλουν... σε κάθε περίπτωση, η Κίνα φαίνεται εκ προοιμίου να διαθέτει τα προαπαιτούμενα για τέτοιες επιλογές.

Γεωπολιτικές προεκτάσεις μιας προαναγγελθείσας κρίσης: Μια νέα σκακιέρα, οι παίχτες


α) ΗΠΑ – Ιαπωνία - Φιλιππίνες
Μέσα σε αυτό το σκηνικό λοιπόν και τις πιθανότητες που ως προοπτικές αυτό παράγει, εύλογο είναι το ερώτημα του ποιοι θα είναι οι αντίπαλοι αλλά και σύμμαχοι παίχτες αυτής της νέας κατά τα φαινόμενα γεωπολιτικής σκακιέρας που διαμορφώνεται.

Η επανενεργοποίηση της ναυτικής βάσης του Σούμπικ στις Φιλιππίνες σηματοδοτεί την επιστροφή των ΗΠΑ στον Ειρηνικό ωκεανό.
Η πρώτη απάντηση έρχεται ακαριαία από τις ΗΠΑ με την πολυσυζητημένη μεταβολή και μετατόπιση του κέντρου βάρους του στρατηγικού και γεωπολιτικού της ενδιαφέροντος στην Ασία και τον Ειρηνικό (το δεύτερο είναι η Ευρώπη).
Η επανενεργοποίηση της μεγάλης ναυτικής βάσης του κόλπου του Σούμπικ στις Φιλιππίνες (Subic Bay), την οποία οι Αμερικάνοι είχαν κλείσει το 1991, σηματοδοτεί την επιστροφή των ΗΠΑ στον νότιο και δυτικό Ειρηνικό. Το άνοιγμα της βάσης αυτής, χαρακτηρισμένης ως από τις μεγαλύτερες στον κόσμο και πρώην “σπίτι” του 7ου στόλου του Ειρηνικού των ΗΠΑ, προέκυψε μετά από μια σειρά συμφωνιών ανάμεσα στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των Φιλιππίνων, οι οποίες αφορούν στο σύνολό τους την περαιτέρω σύσφιξη και συνεργασία των δύο σε θέματα ασφάλειας και άμυνας, μια αναθέρμανση στις σχέσεις των δύο πλευρών που έχει προφανώς και αυτή την σημασία της. Ιδίως αν αναλογιστεί κάποιος την σπουδαιότητα της στρατηγικής θέσης την οποία κατέχουν γεωγραφικά οι Φιλιππίνες στο νότιο δυτικό άκρο του Ειρηνικού ωκεανού.

Ν.Α Ασία και δυτικός Ειρηνικός ωκεανός. Η θέση των Φιλιππίνων έχει μεγάλη γεωστρατηγική σημασία η οποία αναδείχθηκε με κρίσιμο τρόπο στα θέατρα επιχειρήσεων του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Αν και αυτή σχετίστηκε τότε με την Ιαπωνία, η θέση των Φιλιππίνων μπορεί να προβάλει ισχύ απέναντι στα παράλια της Κίνας (και της Ταϊβάν) αλλά και να ελέγξει ταυτόχρονα τις κρίσιμες ναυσιπλοϊκές οδούς προς αυτήν. 

Ένα άλλο δείγμα γραφής αυτής της μεταβολής και μετατόπισης του κέντρου βάρους του στρατηγικού και γεωπολιτικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ που άρχισε σταδιακά να ξεδιπλώνεται από το 2009, λίγο μετά την εκλογή Ομπάμα δηλαδή, είναι και η αναδιάταξη όσο και η επιστροφή της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού στην οποία συμμετέχει ενεργά και η Ιαπωνία. Με την τελευταία μάλιστα, μια επίσης σειρά συμφωνιών που επαναπροσδιορίζει το συμμαχικό πλαίσιο των δύο χωρών από την πρώιμη μεταπολεμική εποχή, να αναθερμαίνει αυτό το καθεστώς το οποίο είχε ακουσίως και σταδιακά υποβαθμιστεί από το 1972 και μετά. Σε έναν σχεδιασμό αναδιάταξης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ κόστους περίπου 9 δις δολαρίων, η Ιαπωνία συμμετέχει με περισσότερα από 3 δις δολάρια. 

Νέα εποχή στις Αμερικάνικο-Ιαπωνικές σχέσεις;
Οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ που σταθμεύουν στην Ιαπωνική ενδοχώρα μειώνονται μεν κατά 10.000, από τις 36.000 περίπου που βρίσκονταν ως τώρα, αναβαθμίζονται ωστόσο σε ποιότητα και ισχύ ενώ ταυτόχρονα αναδιατάσσονται γεωγραφικά σε νέες βάσεις μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο, αφενός, αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των υποδομών και αφετέρου, κλεισίματος κάποιων που δεν εξυπηρετούν πλέον τους νέους σχεδιασμούς. Επίσης και στο ίδιο αυτό πλαίσιο, οι Αμερικάνοι θα αναπτύξουν 5.000 πεζοναύτες στην στρατηγικής σημασίας και γνωστής από τις επιχειρήσεις του 2ου παγκοσμίου πολέμου αλλά και από την υφιστάμενη αεροπορική βάση, νήσο Γκουάμ. Άλλοι 4.000 πεζοναύτες θα μετασταθμεύσουν στην Χαβάη ή και την Αυστραλία ενώ υπάρχουν και σχεδιασμοί που αφορούν τις Μαριάνες νήσους. Συνολικά υπολογίζονται ότι περισσότεροι από 15.000 πεζοναύτες και 10.000 προσωπικού από άλλα όπλα θα προστεθούν στους ήδη υφιστάμενους σχηματισμούς και θα αναπτυχθούν σταδιακά σε νέες και υπάρχουσες θέσεις στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού, σε έναν σχεδιασμό ωστόσο όπου οι πληροφορίες δίδονται με το σταγονόμετρο κάνοντας πολλούς αναλυτές να μιλάνε για μια πραγματικότητα που αφορά πολύ μεγαλύτερους αριθμούς.

Οι ΗΠΑ επίσης, σε μια είδηση που πέρασε στα ψιλά γράμματα του εγχώριου τύπου, ανακοίνωσαν και με αφορμή τις πρόσφατες προκλήσεις της Βορείου Κορέας, ότι παγώνουν και αναστέλλουν “μέχρι νεοτέρας” το πολυσυζητημένο σχέδιο αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ευρώπη και ότι αυτό θα μετεξελιχθεί με την εγκατάστασή του στις δυτικές ακτές των ΗΠΑ, την Αλάσκα αλλά και περιοχές του κεντρικού Ειρηνικού. Εξ αντανακλάσεως και με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους ευρύτερους γεωπολιτικούς συσχετισμούς, προφανώς είναι και μια απόφαση που αποφορτίζει και τις Αμερικανορωσικές σχέσεις, οι οποίες είχαν υποστεί ψύχρανση τα προηγούμενα χρόνια λόγω των αντιδράσεων των Ρώσων για αυτόν τον σχεδιασμό των ΗΠΑ στην Ευρώπη.

Ενδιαφέρουσα σημασία μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποκτάει βέβαια και η, διακριτική για την ώρα και από απόσταση ασφαλείας, παρουσία των ναυτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στην θερμή περιοχή των, όπως αναφέρθηκε ποιο πάνω, διαφιλονικούμενων νήσων Σενκάκου, την ίδια στιγμή που οι κοινές ασκήσεις Αμερικανών και Γιαπωνέζων, όπως και με πολλές άλλες χώρες (Φιλιππίνες, Αυστραλία, κτλ...), εντείνονται σε ένταση και βάθος στο μεγαλύτερο μέρος του Ειρηνικού.

Η καθέλκυση του νέου και σύγχρονου Γιαπωνέζικου ελικοπτεροφόρου "Izumo". Η Ιαπωνία επιστρέφει μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο σε σκάφη τέτοιου εκτοπίσματος και εκτεταμένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων. Η κούρσα εξοπλισμών στην περιοχή συνεχώς εντείνεται.
 Αυτό που ως αναπόφευκτη εικόνα αναδύεται από την “επιστροφή” των ΗΠΑ στον ειρηνικό και την ανατολική Ασία, είναι ότι αυτές επιχειρούν με αποφασιστικό τρόπο μάλιστα να δημιουργήσουν ένα συνεχές γεωστρατηγικό χώρο ελέγχου και ασφαλείας που εκτείνεται από τις δυτικές ακτές τους μέχρι την άλλη πλευρά του Ειρηνικού, με δυνατότητες σαφούς στρατιωτικής προβολής ισχύος και στις ακτές της Κίνας.

β) Ρωσία
Ρωσία, ένας κρίσιμος "παίχτης" για την νέα γεωπολιτική σκακιέρα.
Είναι σαφές ότι όλο αυτό το σκηνικό προβληματίζει και πολλούς άλλους παίχτες, άσχετα αν οι ΗΠΑ ωθούμενες από τις δικές τους ανησυχίες και εκτιμήσεις των πραγμάτων κινήθηκαν πρώτοι και με ταχύτητα. Η Ρωσία, ένας παίχτης κρίσιμης σημασίας σε αυτήν την νέα γεωπολιτική σκακιέρα, και παρά του γεγονότος ότι συνεργάζεται πολύ στενά με την Κίνα, μια σχέση που έχει εμπεδωθεί και με το περίφημο σύμφωνο της Σαγκάης (στο οποίο συμμετέχει και το Ιράν), έχει ουσιαστικά και αυτή τους δικούς της προβληματισμούς πάνω στα θέματα αυτά. Ανησυχίες και προβληματισμοί του σιωπηλού όμως και πολύ προσεκτικού Κρεμλίνου, οι οποίες προσωποποιούνται και εκφράζονται ενίοτε μέσα από σποραδικά δημοσιεύματα του τύπου και τις απόψεις, που κατά καιρούς και με πολύ προσεκτικό τρόπο, επίσης εκφράζονται από διάφορες Ρωσικές δεξαμενές σκέψης. 

Εμπορικό ισοζύγιο Ρωσίας - Κίνας σε δις δολάρια (2009-2012)
Ο πυρήνας του προβληματισμού είναι διττός. Από την μία το ερώτημα είναι του τι θα πράξει η Ρωσία αν τα πράγματα εκτραχυνθούν από πιθανές καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν μέσα από αυτήν την θολή πάλι κατάσταση που τα πράγματα της Κίνας προκαλούν. Από την άλλη ένα άλλο ερώτημα αρχίζει να γίνεται βασανιστικό. Πως είναι η Κίνα διατεθειμένη και μέσα από τις πιθανές αλλαγές που θα συντελεστούν στην “προσωπικότητα” της, να αντιμετωπίσει το θέμα της όποιας εξάρτησης της σε πόρους από την Ρωσία; Η Ρωσία έχει υφισταθεί πολλές φορές τις συνέπειες ενός τέτοιου διλήμματος, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως αυτού της συνεργασίας της με την ναζιστική Γερμανία η οποία ως γνωστών στο τέλος στράφηκε εναντίον της. Δεν ήταν ότι ο Στάλιν ήταν αφελής τότε. Ήταν μια πολύ πιθανή προοπτική για την οποία προετοιμαζόταν. Δεν πίστευε όμως ότι αυτό θα εκδηλωνόταν τόσο γρήγορα, αντιθέτως πίστευε και το οποίο εφάρμοσε, ότι στο εντωμεταξύ η ΕΣΣΔ θα μπορούσε να κερδίσει μια θέση “βολικής” ουδετερότητας όσο συνέχιζε να συνεργάζεται και να προμηθεύει την Γερμανία με τους απαραίτητους για αυτήν πόρους, έστω και αν η τελευταία εμπλακεί σε έναν μεγάλο πόλεμο. Κατά αντίστοιχο τρόπο και η σημερινή Ρωσία αντιμετωπίζει την φορά αυτή την Κίνα με τους ίδιους πάλι προβληματισμούς. Ένας προβληματισμός ο οποίος ενισχυόμενος και από τον λεγόμενο “Σλαβικό ωφελιμισμό”, όρος ο οποίος θα υιοθετηθεί μόνο χάριν συντομεύσεων, από τα εμπράγματα κέρδη δηλαδή που αυτή η συνεργασία με την Κίνα δημιουργεί, δείχνει ότι πιθανά και κατά μία εκδοχή, η Ρωσία “περπατάει” και πάλι σε παράλληλα μονοπάτια με αυτά που άλλοτε είχε διαβεί η ΕΣΣΔ και ο Στάλιν.

Η Ρωσία αποτελεί σημαντικό εταίρο-εξαγωγέα αργού πετρελαίου για την Κίνα. Ωστόσο η εξάρτηση της Κίνας από αυτόν τον πόρο είναι εμφανής ότι εξαρτάται κυριότερα από τις Αραβικές και Μουσουλμανικές χώρες.
Η άλλη εκδοχή και η οποία θεωρείται η πιο ρεαλιστική, είναι αυτή που λέει ότι η Ρωσία θα επιχειρήσει αργά αλλά σταθερά, με μικρά αθόρυβα βήματα, να αποστασιοποιηθεί από την Κίνα φέροντας σε ένα επουσιώδες επίπεδο τις σχέσεις τους που θα βασίζεται μόνο στο εμπόριο, προκειμένου και αν παραστεί ανάγκη, να μπορέσει να απαγκιστρωθεί από πράγματα τα οποία θα της ήταν πολύ άβολα και θα μπορούσαν να την εγκλωβίσουν σε δυσμενείς για αυτήν γεωπολιτικές παγίδες και καταστάσεις. Η άποψη αυτή συνεπικουρούμενη και από το γεγονός ότι η Ρωσία θα μπορούσε να κερδίσει πολλά από μια σύμπλευση με τις ΗΠΑ σε ότι αφορά το “Κινέζικό ζήτημα” και όχι μόνο, αποκτάει μεγάλο βάρος ως προς τις επιλογές της, προσθέτει όμως και νέα διλήμματα. Αποκωδικοποιώντας το σύγχρονο γεωπολιτικό ψηφιδωτό με όρους και φίλτρα “νεοταξικών” καταβολών μια τέτοια προοπτική θα φάνταζε οξύμωρη και σχεδόν αδύνατη. Τα πράγματα όμως από το 2009 και μετά δείχνουν ότι αυτή η εποχή έχει πια παρέλθει. Περισσότερο μάλιστα για τους ίδιους του Αμερικάνους οι οποίοι και είχαν την πατρότητα της.

Σε αντίθεση με τις εντυπώσεις της κοινής γνώμης, το Ρωσικό αργό πετρελαίου προς την Κίνα είναι μόλις στην τέταρτη θέση των εξαγωγών της. Κυριότερος εταίρος - εισαγωγέας της Ρωσίας σε αυτόν τον τομέα είναι η Γερμανία.
Μέσα σε αυτή την νέα πραγματικότητα λοιπόν, οι προοπτικές για στενή συνεργασία ανάμεσα στην Ρωσία και τις ΗΠΑ, αν δεν έχει ήδη προκύψει στο παρασκήνιο, φαντάζουν περισσότερο από πιθανές. Εκφάνσεις μιας τέτοιας προσέγγισης είναι ήδη ορατές, με τις ΗΠΑ μάλιστα να φαίνονται πολύ πιο πρόθυμες και να κινούνται αποφασιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Και οι Ρώσοι βέβαια από την πλευρά τους αν και πιο επιφυλακτικοί, δείχνουν να ανταποκρίνονται και παρά τους μικρούς περιστασιακούς “καβγάδες” τους. Για του λόγου του αληθούς και μεταξύ πολλών άλλων παραδειγμάτων, η σιωπή της Ρωσίας στην προαναφερθείσα “επιστροφή” των Αμερικανών στην ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό είναι χαρακτηριστική και βέβαια έχει την σημασία της. Όπως επίσης την σημασία του έχει και το γεγονός της προσπάθειας σύσφιξης των Ρωσο-Ιαπωνικών σχέσεων που αμφότερα μέρη επιχειρούν με την ενθάρρυνση και διαμεσολάβηση πολλές φορές, των ΗΠΑ, σχέσεις που ιστορικά ήταν ψυχραμένες.

Αν αυτοί οι τρεις, οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Ιαπωνία δηλαδή, είναι οι μεγάλοι παίχτες που στέκονται αντιμέτωποι της Κίνας και συμμετέχουν στην νέα αυτή γεωπολιτική σκακιέρα, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι παίχτες μικρότερων αλλά σημαντικών δε μεγεθών, που έχουν και αυτοί “κάτσει” γύρο από αυτήν την “παρτίδα σκακιού” και συμμετέχουν με τον τρόπο τους. Πρόκειται για την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία, την Γερμανία όπως επίσης την Ινδία, το Πακιστάν αλλά και τον ισλαμικό κόσμο στο σύνολο του, ειδικά αυτόν που εκτείνεται από την Δυτική Αφρική μέχρι και την κεντρική Ασία.

γ) Πακιστάν - Ινδία
Το Πακιστάν-πυρηνική και στρατιωτική δύναμη.
Ένα σχετικά πρόσφατο γεγονός και συγκεκριμένα το 2011, που αφορά τις Αμερικανο-Πακιστανικές σχέσεις, έχει προκαλέσει κρίσιμες μετατροπές γεωπολιτικής μάζας στην περιοχή. Με αφορμή τα γεγονότα της εκτέλεσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν από επιχείρηση Αμερικανικών ειδικών δυνάμεων που έλαβε χώρα μέσα στην Πακιστανική επικράτεια, οι σχέσεις των δύο χωρών και ενώ τα αίτια είναι βαθύτερα, υπέστησαν μεγάλο κλυδωνισμό που οδήγησαν το Πακιστάν σε στροφή 180 μοιρών και την εναγκάλιση του με την Κίνα. Η οποία και αμέσως έσπευσε να ανακοινώσει ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση και απειλή κατά του Πακιστάν ισοδυναμεί με απειλή και κατά της Κίνας. Παραδοσιακά το Πακιστάν είχε πάντα καλές σχέσεις με την Κίνα ενώ παράλληλα προσπαθούσε να κρατά όψιμες τις καλές του σχέσεις και με την δύση και κυριότερα με τον Αμερικανικό παράγοντα. Για μια χώρα λοιπόν σαν το Πακιστάν η οποία είναι και πυρηνική δύναμη, που μέχρι πρόσφατα χαρακτηρίζονταν από την δύση σαν ο πολυτιμότερος εξω-Νατοϊκός εταίρος και σύμμαχος, η πράξη του αυτή καταλήγει να έχει πολύ μεγάλη σημασία για τα τεκταινόμενα και τις ισορροπίες στην περιοχή και όχι μόνο

Ινδικά τεθωρακισμένα, Ινδο-Πακιστανικός πόλεμος 1971
Εξ αντανακλάσεως ο πρώτος που εισπράττει άμεσα αυτήν την μεταβολή ισορροπιών είναι η επίσης πυρηνική δύναμη Ινδία.
Πακιστάν και Ινδία διέπονται εδώ και πολλά χρόνια από τεταμένες σχέσεις οι οποίες αρκετές φορές είχαν (και έχουν) θερμές εκτονώσεις σε πολυάριθμες συνοριακές αψιμαχίες αλλά και εκτεταμένα θερμά επεισόδια όπως οι “Ινδο-Πακιστανικοί” πόλεμοι το 1965, 1971 και το 1999. Οι ανησυχίες της Ινδίας κορυφώνονται καθώς βλέπει να διαμορφώνεται ένα ενιαίο μέτωπο στα βόρεια σύνορά της ανάμεσα στο Πακιστάν και την Κίνα, όπου και με την τελευταία οι σχέσεις της ήταν επίσης πάντα τεταμένες και ψυχρές και ενώσω και στις μεταξύ τους σχέσεις μετρούν έναν πόλεμο το 1962 (Σινο-ινδικός πόλεμος). Η Ινδία ήλπιζε και όχι άδικα, ότι όσο το Πακιστάν βρίσκονταν προσδεδεμένο στο άρμα της δύσης, οι διαφορές τους με αυτό σταδιακά θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν ή ότι τουλάχιστον θα απέφευγε την συνεχή ένταση στις σχέσεις τους. Θέτοντας έτσι και την Κίνα σε γεωστρατηγική θέση πτώσης σε ότι αφορά τις προκλήσεις της αναγκάζοντάς την να τηρήσει μια πιο “σώφρων” στάση απέναντί της.
Η επίμαχη περιοχή του Κασμίρ που έχει προκαλέσει αναρίθμητες εντάσεις ανάμεσα στην Ινδία, Πακιστάν και Κίνα από το 1947.
Μετά από σχεδόν μια δεκαετία σχετικής ομαλότητας στην επίμαχη περιοχή του Κασμίρ και τα τριεθνή σύνορα, που έχει προκαλέσει και μεταξύ άλλων το μεγαλύτερο μέρος των τριβών ανάμεσα στις τρεις αυτές χώρες, η ένταση και η αβεβαιότητα επιστρέφει ξανά. Ένα από τα συμπτώματα αυτής της κατάστασης είναι η κούρσα εξοπλισμών στην οποία η Ινδία και το Πακιστάν επιδίδονται τον τελευταίο καιρό και ενώσω η Κίνα για τους δικούς της λόγους, έχει την δική της από πιο πριν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Οι δύο πλευρές εκτός από το συμβατικό τους οπλοστάσιο ενισχύουν και τις πυρηνικές τους δυνατότητες προκαλώντας και εντείνοντας έτσι ένα ψυχροπολεμικό κλίμα, το οποίο θα ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση σε σχέση και με το παρελθόν τους, αποκτά όμως νέα διάσταση αν συνυπολογιστεί η νέα γεωπολιτική γεωγραφία που αναπτύσσεται στην ευρύτερη περιοχή.

Το Κασμίρ θεωρείται από πολλούς και χαρακτηρίζεται, όχι άδικα, ως "παράδεισος επί γης".
Η Ινδία και πέραν αυτών, έχει πρόσθετους λόγους να ανησυχεί από τις πιθανότητες αλλαγής “προσωπικότητας” της Κίνας που η επαπειλούμενη οικονομική της κρίση πιθανά κυοφορεί. Είναι σαφές ότι τώρα πια, εδώ και σχεδόν επτά χρόνια, η Ινδία με την Κίνα και παρά την επιφανειακή τους εμπορική συνεργασία σε διάφορους τομείς, είναι κατά βάθος ανταγωνιστικές χώρες. Η ανάπτυξη της Ινδίας απειλεί την πρωτοκαθεδρία της Κίνας στις εξαγωγές λόγω του παραπλήσιου οικονομικού τους και παραγωγικού τους μοντέλου. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις τα Ινδικά προϊόντα προσφέρονται σε χαμηλότερες τιμές από τα Κινέζικα με ότι αυτό συνεπάγεται και στις προτιμήσεις του ξένου κεφαλαίου, το οποίο έχει πια την επιλογή να επενδύσει και στην Ινδία αντί της Κίνας, ως μια νέα παραγωγική δομή - χώρα, φρέσκια ακόμα και αναπτυσσόμενη σε αντιδιαστολή με αυτήν της Κίνας η οποία αρχίζει πολλές φορές να θεωρείται κορεσμένη και γερασμένη.

Πώς η γνωστή (και μη εξαιρετέα) Goldman Sachs βλέπει την πορεία του πραγματικού ΑΕΠ για τις χώρες των BRICs μέχρι το 2050. Στην πρόβλεψη αυτή φαίνεται ότι η Ινδία παίρνει σαφές προβάδισμα κάπου από το 2015. Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται σε διάφορους οικονομικούς παράγοντες και δείκτες. Ένας από αυτούς και από τους σημαντικότερους είναι οι εισροές επενδύσεων. Η Ινδία δείχνει να είναι πολλά υποσχόμενη σε αυτόν τον τομέα, παίρνοντας ωστόσο μεγάλο μερίδιο από την Κίνα. Είναι ένα κρίσιμο σημείο για τις σχέσεις των δύο χωρών, καθώς τα κεφάλαια που θα στερηθεί η Κίνα σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί και να αποβούν μοιραία για την οικονομία της. Ένα άλλο δυσάρεστο συμπέρασμα από αυτήν την γραφική παράσταση είναι ότι, Κίνα και Ρωσία θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα με την οικονομία τους στο εγγύς μέλλον, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τον διεθνή ανταγωνισμό. Προφανώς θα προσπαθήσουν να αποσοβήσουν έναν τέτοιο κίνδυνο αρχικά με οικονομικά μέσα, αλλά οι πιέσεις που θα υποστούν δεν μπορούν με τίποτα να εγγυηθούν το γεγονός ότι δεν θα υποχρεωθούν να καταφύγουν σε άλλους δρόμους που μπορεί να επιφυλάσσουν άλλες και πιθανά ακραίες μορφές ανταγωνισμού. Ο φόβος είναι ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ πιο πιθανό να συμβεί με την Κίνα στο κοντινό μέλλον, όχι πιθανά πιο μετά από το τέλος αυτής της δεκαετίας.
Το αν η Ινδία μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ευλόγως αποφασίσει να προσχωρήσει σε μια απεπέραστη και διαφανή ακόμα συμμαχία που φαίνεται να στέκεται απέναντι στην Κίνα, είναι ένα σημείο που πραγματικά θα έχει πολύ μεγάλη σημασία και ενδιαφέρον. Αν υποθέσουμε ότι σχηματίζεται ένα μέτωπο έναντι της Κίνας το οποίο θα αποτελείται από τις ΗΠΑ, την Ρωσία, Ιαπωνία και Ινδία, τότε πράγματι θα έχουμε έναν πολύ μεγάλο “μπαμπούλα” πάνω από τη Κίνα όπου το βάρος του θα είναι τέτοιο που η τελευταία δεν θα μπορέσει εύκολα να διαχειριστεί. Και τότε η Κίνα ή θα υποχρεωθεί να τον υποστεί ή θα εκραγεί έναντι του ή θα προσπαθήσει να τον ακυρώσει εν τη γέννεση του με πολιτικά μέσα και αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, να προχωρήσει ακόμα και στην στοχευμένη ή υποκινούμενη μέσω τρίτων χρήση βίας για να προλάβει δυσμενείς για αυτήν γεωπολιτικές εξελίξεις, ακόμα και σε μακρινά φαινομενικά θέατρα για αυτήν, όπως π.χ η βόρειος Αφρική ή η Μέση Ανατολή, στοχοποιώντας ουσιαστικά και ενδεχομένως τις ΗΠΑ σε μια πρόκληση – παγίδα προκειμένου η τελευταία να εμπλακεί σε μια στρατιωτική επέμβαση στην εν λόγω περιοχή αναγκάζοντάς την έτσι να περιορίσει τον διπλωματικό και γεωπολιτικό της χώρο ελιγμών. Προφανώς όμως και η Κίνα θα επιδιώξει να σχηματίσει τις δικές της συμμαχίες, τον δικό της μεγάλο “μπαμπούλα” και από ότι φαίνεται δεν θα χρειαστεί να κοπιάσει πολύ.

Ινδία, η χώρα που ανέδειξε μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα, τον Γκάντι, σήμερα θεωρείται από πολλούς αναλυτές ο οικονομικός "διάδοχος" της Κίνας. Αρκεί η τελευταία, όπως επίσης λένε, να αποδεχθεί την "ήττα" της!
Η Ινδία βέβαια στην σύγχρονη ιστορική της διαδρομή και μετά την απεξάρτησή της από την Μεγάλη Βρετανία, δεν μας έχει συνηθίσει σε πολιτικές συμμαχιών μεγάλης γεωστρατηγικής έκτασης. Το αντίθετο μάλιστα. Η Ινδία και κατά κάποιους σοφά, επιλέγει συστηματικά την ουδετερότητα. Αυτό έπραξε με κάποιο κόστος ωστόσο κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Το ίδιο επέλεξε και για την εποχή μετά από αυτόν, την “νέα τάξη πραγμάτων” δηλαδή. Ήταν μια πολιτική που τελικά λειτούργησε για αυτήν και κυριότερα στο κομμάτι που είχε να κάνει με την πολυμορφική θρησκευτική και πολυεθνική εσωτερική συνοχή της. Η δυναμική οικονομική της ανάπτυξη ωστόσο την βγάζει υποχρεωτικά από την πολυετή εσωστρέφεια της. Αν στις δυο αυτές φάσεις της σύγχρονης ιστορίας επέλεξε την ουδετερότητα, σε αυτήν την νέα “μετά νεοταξική” φάση δεν είναι σίγουρο ότι θα πράξει πάλι το ίδιο. Και αυτό όχι τόσο πολύ λόγω των ζητημάτων που έχει να αντιμετωπίσει αλλά κυριότερα επειδή η ίδια έχει απλά αλλάξει.

δ)Γηραιά ήπειρος... Μεγάλη Βρετανία – Γαλλία - Γερμανία
Αυτοκρατορίες ενός "παλιού" κόσμου που θέλει να ζωντανέψει ξανά;
Οι πάλαι ποτέ προπολεμικές μεγάλες δυνάμεις της δύσης και του “παλαιού κόσμου” ή της “γηραιάς ηπείρου”, έχουν και αυτές τον ρόλο τους και την θέση τους μέσα σε αυτόν τον νέο γεωπολιτικό χάρτη που σταδιακά εξυφαίνεται μπροστά μας. Η Βρετανία και η Γαλλία μπορεί να μην έχουν πια το μεγάλο πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό εκτόπισμα όπως άλλοτε και εκ πρώτης όψεως να μην δείχνουν ικανές να επηρεάσουν με αποφασιστικό τρόπο μεγάλου βάρους γεωπολιτικά πράγματα και εξελίξεις. Ωστόσο έχουν πολύ μεγάλο ιστορικό εκτόπισμα και αυτό τελικά τους επιτρέπει ως σημαντικά υπολογίσιμα μεγέθη, να εμπλέκονται ως παίχτες σε κάθε “σκακιέρα”.

Και οι δύο αυτές χώρες έχουν ακόμα πολλά προ εγκατεστημένα συμφέροντα ανά την υφήλιο και κυριότερα, συμφέροντα που είναι συνδεδεμένα με αυτά που κοντολογίς αποκαλούμε στρατηγικούς πόρους (πρώτες ύλες, ενέργεια, εμπορικοί οδοί, υποδομές κτλ).
Οι σχέσεις και οι ανταγωνισμοί αυτών των δύο χωρών έναντι της Κίνας εδράζονται σε δύο σημεία. Το ένα αφορά τον αμιγώς εμπορικό και οικονομικό τομέα και το άλλο τον έλεγχο που οι δύο αυτές χώρες έχουν σε κάποιους από τους στρατηγικούς πόρους ανά τον κόσμο.

Οι εξαγωγές της Κίνας στην Ευρώπη φθίνουν αρχής γενομένης από την εκδήλωση της κρίσης στην Ευρωζώνη το 2010 περίπου. Η κρίση στην Ευρώπη υποδαυλίζει την κρίση στην Κίνα.
Στο πρώτο σημείο οι ανταγωνισμοί τους με την Κίνα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως έντονοι. Ίσως η Γαλλία να αντιμετωπίζει προβλήματα με κάποια από τα προϊόντα της από την διείσδυση των Κινέζικων στην Ευρωπαϊκή αγορά και κυρίως στην δική της. Οι “γκρίνιες” της όπως και κάποιον άλλων χωρών, λιγότερο της Βρετανίας, έχουν εκδηλωθεί επανειλημμένα στους κόλπους της Ε.Ε για τις πολιτικές της τελευταίας σε ότι αφορά το κανονιστικό πλαίσιο του διμερούς εμπορίου της με την Κίνα. Πρόσφατα μάλιστα η Γερμανία ανέλαβε ρόλο πυροσβέστη και διαμεσολαβητή με την Κινέζικη πλευρά για αυτές της αντιδράσεις της Γαλλίας.

Γαλλία, από την Coca Cola του 50' στα κινεζικά κρασιά του 21ου αιώνα
Ωστόσο και κατά βάθος ουδέν θέμα ουσίας αφού και οι δύο χώρες αυτές, Γαλλία και Βρετανία δηλαδή, έχουν προ πολλού εγκαταλείψει την βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή, λιγότερο η Γαλλία και περισσότερο η Βρετανία. Είναι εμφανές λοιπόν, ότι με την Κίνα και σε αυτόν τουλάχιστον τον τομέα, δεν έχουν κάποιο ουσιαστικό πεδίο τριβών, ακόμα και για τη Γαλλία όπου η εναπομείνασα βιομηχανική της παραγωγή δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική της Κίνας. Ο Γεωργικός και κτηνοτροφικός τομέας της ίσως. Είναι βέβαια και θέμα... πολιτισμικού σοκ για τους, συμπαθής κατά τα αλλά, Γάλλους σοβινιστές, να βλέπουν προϊόντα όπως Κρασί, φουά γκρά, τυριά και συκωτάκια πουλερικών να καταλαμβάνουν τα ράφια των αγορών τους και πάνω τους να αναγράφεται το “product of China”... το είχαν πάθει και παλαιότερα στις δεκαετίες του 50' και του 60' με την κόκα κόλα και τα χάμπουργκερ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...

Στο ίδιο πρώτο σημείο και σε ότι αφορά τις σχέσεις τους, των δύο με την Κίνα δηλαδή, στο κομμάτι των χρηματοπιστωτικών και τραπεζικών συναλλαγών, όπως και των επενδύσεων, αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως ομαλές και ότι τηρούν τις λογικές της ισορροπίας κερδίζω-κερδίζεις (win-win). Ωστόσο η εντατικοποίηση της Κινεζικής οικονομικής διείσδυσης στην Ευρώπη, την βόρειο Αφρική αλλά και την Μέση Ανατολή, απασχολεί και προβληματίζει τόσο την Βρετανία όσο και την Γαλλία. 

Βρετανική "αυτοκρατορική χλιδή" στην... κομουνιστική Κίνα
Στον ευρύτερο όμως αυτόν τομέα η Βρετανία ίσως και να έχει τους περισσότερους φόβους και προβληματισμούς για το τι μέλλει γενναίσθε με την Κίνα και την οικονομική της κρίση που υποβόσκει. Ευλόγως και πέρα από το άμεσο Ευρωπαϊκό της περιβάλλον, ανησυχεί για το μέλλον του ιδιόμορφου προνομιακού καθεστώτος που διέπει ακόμα και σήμερα τις οικονομικές τις δραστηριότητες στην Κίνα από καταβολής εποχής Χονγκ Κονγκ το οποίο υπήρξε αποικία της.
Αν αυτά συναποτελούν το προαναφερθέν πρώτο σημείο, τότε στο δεύτερο, αυτό δηλαδή που σχετίζεται με τον έλεγχο των στρατηγικών πόρων, τα πράγματα εκεί είναι μάλλον διαφορετικά.
Στον τομέα αυτόν, ο ανταγωνισμός και οι εντάσεις που πιθανά προκύψουν απασχολούν έντονα τόσο την Βρετανία όσο και την Γαλλία. Και αυτό γιατί και οι δύο αυτές χώρες έχουν αρκετά έντονη, άμεση ή έμμεση, παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού. Κληρονομιά της αποικιοκρατικής εποχής από την οποία και παρά τις αλλαγές, Γαλλία και Βρετανία ελέγχουν ακόμα διάφορες πλουτοπαραγωγικές πηγές από τις οποίες η Κίνα έχει αποκλειστεί αλλά εξαρτάται εμπορικά. Αυτό όμως που ίσως κάνει τους Αγγλογάλλους κάπως νευρικούς, είναι το γεγονός ότι σήμερα πια δεν διαθέτουν την απαιτούμενη δυνατότητα στρατιωτικής προβολής ισχύος απέναντι στην Κίνα για να υποστηρίξουν την οποιαδήποτε επεμβατική δράση τους σε πολιτικό επίπεδο. Σε μια τέτοια περίπτωση θα υποχρεωθούν να προστρέξουν πίσω από τον μεγάλο τους σύμμαχο, δηλαδή τις ΗΠΑ. Αυτό τους κάνει ακόμα πιο νευρικούς όπως επίσης, νευρικούς κάνει και τους Αμερικάνους. Και αυτό γιατί...

Είναι αλήθεια και πέρα από τα φαινόμενα που μάλλον απατούν, ότι οι σχέσεις αυτών των παραδοσιακών συμμάχων μέσα σε αυτό το νέο “μετά νεοταξικό” γεωπολιτικό περιβάλλον, δεν είναι και οι καλύτερες δυνατόν. Αιτία, αλλά και όχι μόνο, η επιμονή της Γαλλίας και της Βρετανίας για δυναμικές παρεμβάσεις του ΝΑΤΟ στην βόρειο Αφρική και την Συρία. Στην πρώτη περίπτωση οι ΗΠΑ δέχτηκαν μάλλον απρόθυμα την επέμβαση στην Λιβύη περιορίζοντας τον εαυτό τους σε μια καθόλα συμβολική συμμετοχή. Στην δε Συρία τούτο δεν έγινε εφικτό, τουλάχιστον ως την ώρα που γραφόντουσαν αυτές οι γραμμές, χάρη και παρά την αντίθετη ρητορεία, στους συνεχείς ελιγμούς των ΗΠΑ, τις ήξεις αφήξεις και την “αναποφασιστικότητα”, που δύο χρόνια τώρα και μετά την αρχή του εμφυλίου, επιδεικνύουν. Αρχίζει και γίνεται ολοένα και πιο καθαρό ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν εμπλοκές στην περιοχή αυτή, όχι για κανέναν άλλον λόγο, παρά μόνο για αυτόν που μόνο εκείνες μπορεί να γνωρίζουν. Και αυτός από ότι φαίνεται έχει να κάνει με το ότι η “ματιά” τους και τα κέντρα ενδιαφέροντός τους έχουν μετατοπιστεί σε σχέση με αυτά που μέχρι πρότινος είχαμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε και να “διαβάζουμε”. Οι πιέσεις λοιπόν των Γάλλων και των Βρετανών και εμμέσως της Γερμανίας, για δυναμική επέμβαση στην Συρία δείχνουν εδώ και καιρό τώρα να πέφτουν πάνω σε έναν “αόρατο” Αμερικανικό τοίχο (... και ορατό Ρώσικο), δημιουργώντας “πονοκεφάλους” σε όλες τις πλευρές. Οι ρίζες και τα αίτια αυτής της “κόντρας” εν είδος “γεωπολιτικού πονοκεφάλου” είναι βαθύτερες και πιθανά, σαν μια υπενθύμιση από άλλες εποχές της μυστικής συμφωνίας Σάικς-Πικώ (1916) και της Συνθήκης των Σεβρών (1920), να έχουν να κάνουν με την διαφορετική “ματιά” του καθενός για την Μέση Ανατολή και την νοτιοανατολική Μεσόγειο – Βαλκάνια. “Πονοκέφαλο” που οι ΗΠΑ δεν θέλησαν να φέρουν μαζί τους στην επιστροφή τους στον Ειρηνικό, αφήνοντας έτσι τους δύο αυτούς εταίρους και συμμάχους, αλλά και την Γερμανία, μακριά από τους σχεδιασμούς τους στον χώρο αυτό της ανατολικής Ασίας.

...χώρια δεν μπορούν και μαζί δεν κάνουν!
Βέβαια όλα αυτά δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας “ενδο-οικογενειακός καβγάς” όπου η Γαλλία πιθανά να παίξει ξανά τον ρόλο του “οξύθυμου εφήβου”, όπως μας έχει συνηθίσει άλλωστε και να βγαίνει από το δωμάτιο κοπανώντας την πόρτα, αλλά να μένει πάντα εκεί, ως έκανε άλλοτε ο Ντε Γκωλ και την Βρετανία στον ρόλο του “φλεγματικού γαλαζοαίματου αλητάμπουρα τυχοδιώκτη” που θα λέει κατάμουτρα στον συνεργάτη του “damn you bloody Yankee” αλλά τελικά θα συμπορεύεται μαζί του, ενώ σε κάθε ευκαιρία θα τον... “ξυρίζει με βαμβάκι” και θα προσπαθεί να περάσει το δικό του. Κατά τον β' παγκόσμιο πόλεμο κάποιες “κακίες γλώσσες” λέγανε ότι ο Ρούζβελτ τα “έβρισκε” καλύτερα με τον “μονοκόμματο”, βαρύ αλλά ξεκάθαρο Στάλιν παρά με τον θορυβώδη, πεισματάρη και πονηρό Τσόρτσιλ... η αλήθεια είναι ότι τότε οι Αμερικάνοι είχαν πολλούς “πονοκεφάλους” από τις εμμονές, τις διεκδικήσεις και τις “γκρίνιες” των Βρετανών συμμάχων τους και περισσότερο, από τα “χατίρια” που αναγκαζόντουσαν να τους κάνουνε. Κάπως έτσι και σήμερα... και ένα από τα “χατίρια” που τους ζητάνε είναι να επέμβουν στην Μέση Ανατολή και την Συρία...

Για τους δε Γερμανούς, αν και εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να έχουν λόγους για να μπουν στην “σκακιέρα του Κινέζικού ζητήματος”, εντούτοις και δυνητικά μπορούν να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στα πράγματα αυτά.

Από την τελετή άφιξης... τρένο από την Κίνα στην Γερμανία.
Προσφάτως, και μέσα σε μια τελετή με τυμπανοκρουσίες και διάφορες εκδηλώσεις, ο διευθύνων σύμβουλος των Γερμανικών Σιδηροδρόμων (DB) Ρούντγκερ Γκρούμπε, ο Κινέζος δήμαρχος της Ζενγκζού και ο υπουργός Οικονομικών του Αμβούργου, υποδέχτηκαν το πρώτο εμπορικό τρένο από την κινεζική πόλη το οποίο μετέφερε 51 εμπορευματοκιβώτια αφού διάνυσε περίπου 10.000 χιλιόμετρα μέσα σε 15 ημέρες. Εγκαινιάζοντας έτσι μια νέα εμπορική οδό ανάμεσα στις δύο χώρες... μια είδηση για ένα γεγονός που ακούγεται σχεδόν γελοίο για τα δεδομένα του 21ου αιώνα και θυμίζει μάλλον άλλες εποχές. Κάτι σαν μια άλλη ταινία εποχής του Σπίλμπεργκ στο 1940, με τον Γκέμπελς πάνω σε μια εξέδρα στον σταθμό του τραίνου να βγάζει πύρινο λόγο προπαγανδίζοντας και επικοινωνώντας το γεγονός στο ζητωκραυγάζον πλήθος και ενώ περιμένεις μέσα από τους ατμούς του τραίνου που μόλις έχει φτάσει, να εμφανιστεί ο Ιντιάνα Τζόουνς στο πλάνο και να πει την κλασική ατάκα “nazis, I hate nazis”.
Αν και αυτός ο παραλληλισμός μπορεί να ακουστεί ακραίος, εντούτοις και σε ότι αφορά το προαναφερθέν γεγονός σε σχέση με την νέα αυτή εμπορική οδό, περισσότερο έχει σημασία το γεγονός και ο συμβολισμός του παρά η ωφελιμότητα της εγκαθίδρυσης ενός τέτοιου διηπειρωτικού χερσαίου εμπορικού δρόμου.

Η Γερμανία αποτελεί έναν από τους σημαντικούς εξαγωγικούς προορισμούς της Κίνας. Η Κίνα είναι η δεύτερη χώρα στην κατάταξη εισαγωγών της Γερμανίας. Η δε Κίνα αποτελεί για την Γερμανία τον τέταρτο εξαγωγικό προορισμό των προϊόντων της. Ωστόσο και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα με πρώτες ύλες καθώς τόσο η ενδοχώρα τους είναι φτωχή σε αυτές, όσο επίσης και οι προσβάσεις ελέγχου που έχουν σε τέτοιους πόρους ανά τον κόσμο είναι πολύ περιορισμένες. Περισσότερο για την Κίνα, λιγότερο για την Γερμανία. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι δυο αυτές χώρες μπορούν να συνεργαστούν στενά σε αυτόν τον τομέα, όπως σε άλλες εποχές όπου Γερμανία και Ιαπωνία είχαν πράξει. 
Κωδικοποιώντας και εν συντομία τα σημεία, η Γερμανία με την Κίνα δεν έχουν κανένα σοβαρό σημείο εμπορικού ανταγωνισμού, το αντίθετο μάλιστα η κάθε μία έχει να ωφεληθεί σε εμπορικό επίπεδο από την διαφορετικότητα των κύριων τους προϊόντων. Δεν έχουν κανένα σημείο τριβής στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ασίας, αντιθέτως και συνεργαζόμενες, η κάθε μία μπορεί να γίνει πύλη της άλλης στις ηπείρους τους και κατ επέκτασιν στις βλέψεις τους για οικονομική διείσδυση στις περιοχές αυτές, όπως π.χ λιμάνι Πειραιά - COSCO. Η Γερμανία έχει λόγους να προσβλέπει στο οικονομικό μοντέλο της Κίνας που απαντά σε όμορους όρους, τους οποίους έχουμε πια εμπεδώσει δοθείσης ευκαιρίας της κρίσης στην Ευρωζώνη, όπως “οικονομικές ζώνες”, “ανταγωνιστικότητα”, “χαμηλό παραγωγικό κόστος”, “παραγωγικότητα”, κτλ. Η Κίνα στήριξε την ΕΕ και κατ επέκτασιν φυσικά την Γερμανία, όταν οι αποφάσεις του Eurogroup και η αβεβαιότητα για την οικονομία της Ευρωζώνης κλυδώνιζαν το Euro. Εκείνη άλλαζε μέρη του μεγάλου της συναλλαγματικού αποθέματος από δολάρια σε Ευρώ για να στηρίξει το τελευταίο στις αγορές.

Η εικόνα του Κινεζικού συναλλαγματικού αποθέματος το 2011. Σήμερα εκτιμάται ότι το euro καταλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος του.

Γερμανική διαφημιστική καμπάνια.
 Δυνητικά και πέρα από τον γενικευμένο πια προβληματισμό αν η Ευρώπη “Γερμανοποιείται”, το ερώτημα είναι αν επίσης έτσι η Γερμανία τείνει μονομερώς στην χειραφέτηση της από την δύση και ευθαρσώς από την μεταπολεμική “ομπρέλα” των ΗΠΑ. Αν όντως υπάρχουν αυτές οι προοπτικές, τότε δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτό θα συμβεί με τρόπο αναίμακτο, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο, για να μην πούμε και σε άλλα... σίγουρα κάτι τέτοιο δεν θα το δεχθεί η “Ευρωσκεπτικίστρια” Βρετανία, οπωσδήποτε όχι η Αμερική εξού ίσως και οι προπαρασκευαστικές “κόντρες” Βερολίνου – Ουάσιγκτον, πιθανά όχι η Γαλλία αν και βρίσκεται σε θέση μειονεκτική και μάλλον αρνητική δείχνει αν και μέσω διλημμάτων, η Ρωσία. Δεν αποκλείεται λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση και που οι ενδείξεις την ισχυροποιούν, η Γερμανία αναζητώντας γεωπολιτικά στηρίγματα να “συναντήσει” την Κίνα και αυτή με την σειρά της, επιδιώκοντας το ίδιο, την Γερμανία. Σε έναν διηπειρωτικό συνεκτικό γεωπολιτικό “δρόμο” ανάμεσα στα δύο άκρα της γης που πιθανά περνάει και μέσα από τις Ισλαμικές χώρες (σχετικά με πιθανές όψεις για τον ρόλο της Γερμανίας στην Αραβική άνοιξη και σε αναφορά προηγούμενου άρθρου του 444 ακολουθήστε τον σύνδεσμο http://444inet.blogspot.gr/2013/08/blog-post.html )

ε)Ισλαμικός κόσμος
Η πίστη και η πολιτικοποίηση της θρησκείας
Πέρα από τα ζητήματα πίστης, αυτό που δυστυχώς έχει διαπιστωθεί ανά τις εποχές και κυριότερα στον μεταπολεμικό κόσμο, είναι ότι το Ισλάμ είναι πρωτεύοντος πολιτικό και δευτερεύοντος θρησκευτικό. Ο διαχωρισμός του ρόλου του κράτους από την θρησκεία είναι πολύ ασαφής στις μουσουλμανικές χώρες, για να μην πούμε ταυτόσημος, με τις ελάχιστες αυτές εξαιρέσεις των κοσμικών κρατών να επαληθεύουν τον κανόνα. Ένας κανόνας όμως ο οποίος περιορίζει όλο και περισσότερο τις εξαιρέσεις αφού τα άλλοτε κοσμικά μουσουλμανικά κράτη φθίνουν συνεχώς σε αριθμό, με την Ινδονησία ίσως μόνο πια και κάποια άλλα μικρότερα κράτη, να αποτελούν τους εκπροσώπους αυτού του τύπου κρατών, που όμως σήμερα, ακόμα και αυτό τελείται υπό αίρεση.

Από την δυτική και κεντρική Αφρική μέχρι την κεντρική Ασία, τον νότιο ανατολικό Ινδικό ωκεανό και τις παρυφές του Ειρηνικού, το ισλάμ αποτελεί έναν κόσμο που καταλαμβάνει έναν πολύ σημαντικό και στρατηγικό γεωγραφικό χώρο. Εμπορικές οδοί, ενέργεια και άλλες πρώτες ύλες, όπως και ανθρώπινοι πόροι με ισχυρά δημογραφικά χαρακτηριστικά αποτελούν τον μεγάλο πλούτο αυτού του κόσμου, τον οποίο ιστορικά όλες οι αυτοκρατορίες προσπάθησαν, εν μέρη ή ολικά, να ελέγξουν, είτε προερχόντουσαν από τον ίδιο χώρο είτε έξω από αυτόν. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι όλες αυτές οι απόπειρες ελέγχου με την πολιτική έννοια του όρου, προκαλούσαν μια αντίδραση θρησκευτικού χαρακτήρα με έντονα στοιχεία εξτρεμισμού και φονταμενταλισμού. Αν αυτό ήταν “εσωτερικό” θέμα ανταγωνισμών, προέκυπταν συνήθως τοπικοί πόλεμοι και εμφύλιοι πίσω από τον μανδύα θρησκευτικών διαφορών. Αν η παρέμβαση ήταν “εξωτερική” τότε το σύνολο του Ισλάμ αντιδρούσε και παρά τις πιθανές εσωτερικές του διαφορές, συσπειρωμένο και ενιαίο, πάλι πίσω από τον ίδιο θρησκευτικό μανδύα. Αυτήν την ιδιαιτερότητα πρώτες αντιλήφθηκαν οι ίδιες οι κατά τόπους και διεθνοποιημένες σήμερα ισλαμικές και μουσουλμανικές ελίτ. Είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο που ελέγχοντας το μπορούν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Πέρα όμως από αυτό, αυτό που αντιλαμβάνονται είναι ότι διαμέσου αυτής της ιδιαιτερότητας αυτό που επίσης μπορεί να επιτευχθεί είναι η ενοποίηση όλου του Ισλάμ κάτω από ένα κεντρικό πολιτικό και διοικητικό σύστημα, προφανώς πάλι πίσω από τον μανδύα της θρησκείας, κάτι σαν ένα “μεταμοντέρνο” χαλιφάτο για το οποίο πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό.

Δύο ωστόσο είναι τα κυριότερα προβλήματα αυτού του δρόμου. Το ένα αφορά τις αντιπαλότητες που αυτές οι ελίτ έχουν μεταξύ τους για το ποιος θα βγει “καβάλα στο άλογο” απέναντι σε αυτό το διακύβευμα και το δεύτερο, αφορά τα κοσμικά μουσουλμανικά κράτη τα οποία θα στεκόντουσαν αντίθετα σε μια τέτοια προοπτική. Πέρα επίσης από τα θρησκευτικά δόγματα του Ισλάμ τα οποία ταυτίστηκαν με διάφορους ρόλους και πολιτικές, αυτό που μακροσκοπικά μπορούμε πια σήμερα να δούμε ως η δυνητική διαμόρφωση ενός, μεταβατικού ωστόσο, σύγχρονου συστήματος δομών και πραγμάτων, είναι από την μία η συνεχής παρακμή και διάλυση των Μουσουλμανικών κοσμικών κρατών τα οποία μεταλλάσσονται προς μια κατεύθυνση ισχυροποίησης της θρησκείας και των θρησκευτικών παραδόσεων στις κοινωνίες και τις πολιτικές τους, τηρώντας ωστόσο κάποια πρόσημα “δυτικόστροφης” μετριοπάθειας π.χ Τουρκία και από την άλλη η ενίσχυση ακόμα πιο ακραίων τάσεων που ακόμα και το σκληροπυρηνικό και φονταμενταλιστικό Ιράν αντιπαλεύεται π.χ αντικαθεστωτικοί στη Συρία, Λιβύη.

Αραβική άνοιξη ή χειμώνας;
Αυτή η σύγχρονη εικόνα του Ισλάμ δεν είναι τίποτα παραπάνω από τα αποτελέσματα ζυμώσεων και ανταγωνισμών που υπέβοσκαν για πολλά χρόνια στο εσωτερικό του και τα οποία συνεπικουρούμενα και από άλλα κοινωνικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά (εκ παρεμβάσεων τρίτων) αίτια εμπεδώθηκαν συμπυκνωμένα μέσα από την λεγόμενη Αραβική άνοιξη η οποία με την σειρά της αλλάζει και μεταμορφώνει αυτόν τον κόσμο με ραγδαίους και βίαιους πολλές φορές ρυθμούς και τρόπους. Μια μεταμόρφωση που η κατάληξή της και παρά τα σενάρια και τις υποθέσεις εργασίας, μόνο ως ασαφής μπορεί να χαρακτηριστεί. Και αυτή είναι η ασάφεια που συνδυασμένη με την ρευστότητα του τι μέλλει γενέσθαι με την Κίνα και την επαπειλούμενη οικονομική της κρίση αλλά και την κρίση στην Ευρωζώνη, δημιουργεί έναν έντονο προβληματισμό ως σχεδόν τρόμο σε πολλά κυβερνητικά επιτελεία διάφορων μεγάλων χωρών αλλά και σε πολλά κέντρα αποφάσεων της διεθνοποιημένης ελίτ.

Και το μείγμα αυτό θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο εκρηκτικό αν συνυπολογιστεί ότι κάποιες άλλες διεθνοποιημένες ελίτ όχι μόνο προσβλέπουν σε ευκαιρίες από αυτήν την ρευστότητα αλλά προσπαθούν να την ελέγξουν και κατευθύνουν σύμφωνα με τις δικές τους σκοπιμότητες, συμφέροντα και επιδιώξεις. Διαφορετικές “ματιές” για τα πράγματα που φέρνουν αυτές τις ελίτ σε αντιπαράθεση και ανταγωνισμό όπως π.χ η αντιμετώπιση του εμφυλίου στην Συρία όπου Βρετανία, Γαλλία, Τουρκία και Γερμανία έχουν διαφορετική στάση από αυτήν της Ρωσίας και ενδεχομένως, όπως αρχίζει να εξυφαίνεται, και από αυτήν των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Και να μην παραλείψουμε βέβαια σε αυτό και την εμπλοκή των γαλαζοαίματων οικογενειών των Αραβικών χωρών του Κόλπου που ο ρόλος τους γενικότερα είναι πολύ σημαντικός στα τεκταινόμενα αλλά και σε αυτήν την μεταμόρφωση που διαδραματίζεται στον Ισλαμικό και αραβικό κόσμο.

Η Κίνα επ' αυτού μπορεί να έχει τις δικές τις ανησυχίες όχι γιατί ο Ισλαμικός κόσμος είναι αρνητικά διακείμενος σε αυτήν, το αντίθετο μάλιστα, αλλά επειδή φοβάται ότι αυτή η ρευστότητα των πραγμάτων μπορεί να δημιουργήσει ανατροπές στα δικά της δομημένα και προ εγκατεστημένα συμφέροντα που έχουν εδραιωθεί σε πολλές Μουσουλμανικές χώρες. Μην ξεχνάμε ότι για πολλές Αραβικές και Ισλαμικές χώρες και από εποχής ψυχρού πολέμου, η Κίνα αποτέλεσε για αυτές έναν εναλλακτικό πόλο στήριξης. Αρκετές από αυτές προσανατολίστηκαν μερικός ή ολικός με γενναιόδωρο τρόπο προς την Κίνα όπου και αυτή με την σειρά της ανταποκρίθηκε επίσης με γενναιόδωρο τρόπο. Με τον καιρό η πολιτική επιρροή της Κίνας σε αυτές τις χώρες ως επιστέγασμα αυτής της διαδικασίας ενισχύθηκε, ισχυροποιήθηκε και τέλος εγκαθιδρύθηκε. Η αλήθεια είναι ότι η Κίνα δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να επιτύχει κάτι τέτοιο. Η κοινή γνώμη στις χώρες αυτές ήταν ιδιαίτερα φιλική προς την Κίνα γιατί απλά αυτή δεν ήταν μια χριστιανική δύναμη που συνυφαίνονταν στην αντίληψη του κόσμου με την “εχθρική” δύση και ακόμα περισσότερο, δεν ήταν μια Ιουδαϊκή δύναμη ή τουλάχιστον δεν φαινόταν να επηρεάζεται από τα διάφορα “σατανικά” Εβραϊκά λόμπι και τον Σιωνισμό. Όταν το έτερο αντίπαλο δέος της δύσης η ΕΣΣΔ κατέρρευσε το 1989, οι συνεργασίες αυτές των Ισλαμικών χωρών με την Κίνα ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο ενώ νέες άλλες προστέθηκαν.

Εμπορικό ισοζύγιο Κίνας και Αραβικών χωρών.
Από το 2005 σχεδόν και μετά, οι σχέσεις της Κίνας με τον Μουσουλμανικό κόσμο και κυριότερα με τον Αραβικό, έχουν περάσει σε ένα νέο επίπεδο δομώντας πια συνεκτικά συστήματα συσχετισμών μεγάλης γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής αξίας για την Κίνα. Χαρακτηριστικά, το εμπορικό ισοζύγιο της Κίνας με τις Αραβικές χώρες ξεπερνούσε τα 200 δις. δολάρια το 2011 ενώ σήμερα υπολογίζεται ότι έχει φτάσει ή και ξεπεράσει τα 300 δις δολάρια. Επίσης όταν το 2006 το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Κίνας άνοιξε για τις ξένες τράπεζες, μεγάλο μέρος Αραβικού κεφαλαίου από την περιοχή του κόλπου και της μέσης ανατολής (πολλές φορές με την συνεργασία της Deutsche Bank !) εισέρρευσε στην Κίνα με τοποθετήσεις στον Κινεζικό τραπεζικό τομέα όπως και σε άλλες επενδύσεις σε προϊόντα του χρηματοπιστωτικού κλάδου και της παροχής υπηρεσιών.

Ένα άλλο παράδειγμα που περιέχει και χαρακτηριστικά “θρησκευτικού περιεχομένου”, σημαντικό πολύ για την Μουσουλμανική κοινή γνώμη, είναι η πρόσφατη ανάληψη έργου κόστους περίπου 1 δις Ευρώ για την κατασκευή του νέου μεγάλου Τζαμιού της Αλγερίας, το τρίτο σε μέγεθος στον κόσμο, από τον Κινεζικό κατασκευαστικό γίγαντα CSCE (China State Construction Engineering Corp.). Το ενδιαφέρον με αυτό και σε ότι αφορά την χρηματοδότηση του έργου, είναι ότι μεγάλο μέρος αυτού θα το αναλάβουν Κινέζικες τράπεζες από μερικός επανατοποθετημένο σε αυτές Αραβικό κεφάλαιο προσφέροντας έτσι σημαντικές διευκολύνσεις στο Αλγερινό δημόσιο. Μαζί με το έργο αυτό, η Κινεζική εταιρία, σημειωτέον κρατική, κέρδισε και τα συμβόλαια για την κατασκευή του νέου μεγάλου ανατολικού-δυτικού έξι λωρίδων αυτοκινητόδρομου της χώρας που θα εκτείνεται από το Μαρόκο μέχρι την Τυνησία, διανύοντας μια απόσταση περίπου χιλίων χιλιομέτρων. Εγκαινιάζοντας έτσι ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα εργοτάξια στον κόσμο όπου θα εργαστούν χιλιάδες εργάτες, εκ των οποίον επτά χιλιάδες Κινέζοι που θα προστεθούν στους ήδη 35.000 Κινέζους όπου ζουν και εργάζονται στην χώρα αυτή σε Κινεζικών, κατά κύριο λόγο, συμφερόντων επιχειρήσεις. Το ύψος δε του έργου εκτιμάται στα 11 δις Ευρώ του οποίου μεγάλο μέρος θα καλυφθεί απευθείας από τα έσοδα της Αλγερίας που προέρχονται από τις πετρελαιοπηγές της ενώ το υπόλοιπο θα καλυφθεί από τα δικαιώματα διαχείρισης που η Κινεζική κατασκευαστική θα έχει από την εκμετάλλευση του έργου. Η έκταση όμως της σημασίας αυτών των έργων που δεν είναι παρά ένα παράδειγμα του πως η Κίνα διεισδύει στις Αραβικές χώρες, έχει να κάνει αφενός με το πως η Κίνα εξαργυρώνει την πολιτική της επιρροή από τις πολυετής καλές σχέσεις που έχει με αυτές τις χώρες και αφετέρου με το ότι εξαργυρώνει πάλι και εκμεταλλεύεται πλήρως την θετική στάση της κοινής γνώμης για αυτήν στις χώρες αυτές, καταφέρνοντας έτσι να παραγκωνίσει άλλα μεγάλα ανταγωνιστικά συμφέροντα κυρίως δυτικής προέλευσης, μεταξύ των οποίων Γαλλικών, Βρετανικών, Ιταλικών και Ισπανικών, που έχουν μεγάλη ιστορική παρουσία και προ εγκατεστημένα συμφέροντα στις περιοχές αυτές και κυρίως στην βόρειο Αφρική και την Μέση Ανατολή.

Οι επενδύσεις της Κίνας ανά τον κόσμο (πηγή Έθνος). Η διείσδυση της Κίνας στον Μουσουλμανικό κόσμο υπολογίζεται για το 2012 σε επενδύσεις ύψους περισσοτέρων από 62 δις δολάρια. Ένας από τους στρατηγικούς στόχους της Κίνας είναι να επενδύσει σε υποδομές όπως λιμάνια προκειμένου να μπορέσει να ελέγξει διάφορες εμπορικές πύλες και ναυτικές εμπορικές οδούς. Προσφάτως η Κίνα προχώρησε σε συμφωνία με το Πακιστάν για την αγορά της διαχείρισης του λιμανιού του Γκουαντάρ, γεγονός που προκαλεί έντονη ανησυχία στην Ινδία. Το συγκεκριμένο λιμάνι δίνει στον εμπορικό στόλο της Κίνας άμεση πρόσβαση στην αραβική θάλασσα, στα στενά του Ορμούζ και στις πρώτες ύλες που αντλεί από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Συνολικά το Πεκίνο έχει διαθέσει 606,6 δισ. δολάρια για ενέργεια, μέταλλα, υποδομές, ακίνητα, χρηματαγορές, αγροτικές καλλιέργειες και νέες τεχνολογίες σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κεντρική Ασία, Μέση Ανατολή όπως και βόρειο και δυτική Αφρική αποτελούν τα κρίσιμα στρατηγικά προγεφυρώματα για αυτήν την δραστηριότητα. 
Η επαπειλούμενη κρίση στην Κινεζική οικονομία, η οποία για την ώρα εκφράζεται με έντονους ρυθμούς υφεσιακής τάσης και η δυσμενής θέση στην οποία η πολιτική και οικονομική ισχύ της χώρας μπορεί να έρθει από αυτήν την κατάσταση, δημιουργεί πολλούς “πονοκεφάλους” στις Κινεζικές ελίτ, "πονοκέφαλοι" οι οποίοι εντείνονται από την ρευστότητα της Αραβικής άνοιξης για το κατά πόσο η Κίνα θα μπορέσει να διατηρήσει τα κεκτημένα και την δυναμική της στις περιοχές αυτές και να μπορεί ταυτόχρονα να αντιστέκεται στους ανταγωνισμούς με άλλες μεγάλες δυνάμεις και συμφέροντα που η ίδια προκάλεσε. Για την Κίνα λοιπόν είναι σχεδόν μονόδρομος να εντείνει προπαρασκευαστικά και για παν ενδεχόμενο την πολιτική της παρουσία και επιρροή στον χώρο αυτόν, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την εξωτερική της πολιτική, έστω και αν αυτό δυνητικά την υποχρεώσει να τοποθετηθεί πιο φιλικά απέναντι ακόμα και σε ακραίες τάσης του Ισλάμ που η Αραβική άνοιξη στο ένα της μέρος φέρνει. Πόσο δε μάλλον να υποστηρίξει τις προοπτικές μιας Ισλαμικής παγκοσμιοποίησης εν είδη ενός σύγχρονου χαλιφάτου, προοπτική που διάφορα ισχυρά Ισλαμικά κέντρα προωθούν και που ολωσδιόλου δεν μπορεί να αποκλειστεί ως η κατάληξη της Αραβικής άνοιξης (βλέπε Μουσουλμανική αδελφότητα, κ.α), προκειμένου έτσι να μπορέσει την επόμενη μέρα να καταστήσει τον εαυτό της ηγετικό εταίρο και προφανώς σύμμαχο ενός τέτοιου κόσμου. 

Αν αυτό συνδυαστεί και με τις επαπειλούμενες επίσης “μεταμορφώσεις” της Κίνας οι οποίες μπορούν να προκύψουν από την καθόδων οικονομική της κρίση, γίνεται πλέον αντιληπτό ότι ο κόσμος μπορεί να βρίσκεται προ των πυλών μιας ανάδυσης ενός εξαιρετικά ισχυρού και απρόβλεπτου στην συμπεριφορά του άξονα που μόνο ως τρομακτικός μπορεί να χαρακτηριστεί από κάθε μορφή σώφρον τρόπου αντίληψης των πραγμάτων... και ένας άξονας όπου ο πανισλαμισμός θα συναντιόταν με τον πανασιανισμό συνεπικουρούμενος και από έναν λανθάνων Γερμανισμό μιας “Γερμανοποιημένης” Ευρώπης, αποτελεί ένα εφιαλτικό και ακραίο ίσως σενάριο για μια ολοένα εντεινόμενη ωστόσο εφιαλτική πραγματικότητα που σοβεί σήμερα στις Αραβικές και Ισλαμικές χώρες όπως επίσης και στην Ευρώπη δοθείσας ευκαιρίας της δικής της οικονομικής κρίσης που ωθεί τις κοινωνίες της στα άκρα. Όσο όμως και αν μια τέτοια προοπτική μπορεί να φαίνεται ακραία, αυτό δεν μπορεί να ακυρώσει τα δεδομένα του παρόντος και τις πιθανότητες που προβάλουν από αυτά. Η Κίνα ανεξαρτήτως από τις εξελίξεις είναι σχεδόν υποχρεωμένη να συμπορευθεί με τον Ισλαμικό κόσμο όπως και αυτός με την Κίνα.

Πίνακας του εθνικού χρέους των ΗΠΑ όπως τον εξέδωσε το Αμερικάνικο ΥΠΟΚ το 2011. Σε αντίθεση με την εντύπωση που έχει ίσως η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, η Κίνα (μαζί με το Hong Kong) κατακρατεί μόλις το 7,5% του εθνικού χρέους των ΗΠΑ, ενώ σήμερα αυτό το ποσοστό υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνά το 7,6% - 7,8%. Ο ισχυρισμός ότι η Κίνα "κρατάει" τις ΗΠΑ μέσω του χρέους και του συναλλαγματικού αποθέματος που έχει σε δολάρια, είναι προφανώς αίολος και μάλλον αποτελούν άκομψες συνομωσιολογίες εντυπωσιασμού. Έστω όμως και αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι ΗΠΑ έχουν πολλά εργαλεία στην διάθεσή τους σε αντίθεση με την Κίνα, όχι μόνο να αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο σε μια περίπτωση, ας πούμε ενός εμφανούς και έντονου οικονομικού πολέμου, αλλά να αντιστρέψουν κιόλας και την κατάσταση. Κάποια από αυτά είναι: η υποτίμηση του δολαρίου, ο επαναπατρισμός Αμερικάνικου κεφαλαίου από την Κίνα και παύση επενδύσεων σε αυτήν με εκτροπή αυτής της ροής σε ανταγωνιστικές χώρες της Κίνας, επιβολές περιορισμών στις Κινεζικές εισαγωγές, αύξηση τιμών σε πρώτες ύλες από τις οποίες εξαρτάται η Κίνα και ελέγχουν οι ΗΠΑ, και πολλά άλλα...
Προφανώς και αυτή η διαπίστωση ως κρίσιμη πιθανότητα συναποτελεί μέρος του μακροσκοπικού προβληματισμού και γεωπολιτικού φόβου των ΗΠΑ. Όχι ότι κάποιες ελίτ στην χώρα δεν θα επιθυμούσαν μιαν άλλη τοποθέτηση σε αυτά τα ενδεχόμενα, αφού οι ίδιες ήταν και ως οι θιασώτες της περίφημης πια νέας τάξης πραγμάτων, που σε προγενέστερους χρόνους και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πυροδότησαν και στο κομμάτι που τους αναλογεί, τις δυναμικές που διαμόρφωσαν τις παρούσες καταστάσεις και εξελίξεις. Αν όμως οι σημερινές “μετά νεοταξικές” πια ΗΠΑ έχουν σοβαρούς λόγους να ανησυχούν και ενδεχομένως να φοβούνται από αυτήν την συμπόρευση του Ισλάμ με την Κίνα, δύο άλλες χώρες και πολύ σημαντικοί “παίχτες”, εξ αντανακλάσεως από την κατάσταση αυτήν ανησυχούν δις.

Ρωσία και Ινδία έχουν κρίσιμους λόγους να προβληματίζονται για μια τέτοια πιθανότητα η οποία περνάει και διαμέσου της Αραβικής άνοιξης.
Για την πρώτη το ζήτημα έχει να κάνει πρώτων με το κατά πόσο η λεγόμενη Αραβική άνοιξη και κυριότερα με το εξτρεμιστικό κομμάτι που σχετίζεται με αυτήν, μπορεί να απειλήσει την σύγχρονη και πολύτιμη γεωστρατηγική της συνεκτικότητα με τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες στις οποίες το μουσουλμανικό στοιχείο πλειοψηφεί. Δεύτερον, και συναφές σημείο με το πρώτο, η ανησυχία επεκτείνεται πάλι σε κάποιες πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες αλλά και πληθυσμιακές ομάδες που βρίσκονται στο “νότιο μαλακό υπογάστριο” της Ρωσίας όπου επίσης κυριαρχεί το Μουσουλμανικό στοιχείο και οι οποίες όμως έχουν από καιρού εντόνως τεταμένες τις σχέσεις τους με την Μόσχα. Τρίτον, το οποίο δεν είναι και πολύ γνωστό στο ευρύ κοινό, αφορά το έντονο μεταναστευτικό πρόβλημα που η Ρωσία αντιμετωπίζει όπου μεγάλο του μέρος, υπολογιζόμενο μάλιστα σε περισσότερους από 300.000 μετανάστες ετησίως για τα τελευταία επτά-οχτώ έτη, αποτελείται σχεδόν εξολοκλήρου από μουσουλμάνους.

Κατανομή του Ισλάμ ανά τον κόσμο. Είναι εμφανές ότι η Ρωσία έχει λόγους να ανησυχεί από μια πιθανή μεταλαμπάδευση της Αραβικής άνοιξης κοντά στα σύνορά της και κυριότερα στην υπερκαυκάσια περιοχή.
Τα προβλήματα όμως αυτά για την Ρωσία περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από το γεγονός που ως σχεδόν φόβος βεβαιότητας προβάλει, με το ότι η Κίνα δηλαδή θα συμπορευτεί με τον Ισλαμικό κόσμο. Αλήθεια τι θα γίνει ανάμεσα στους δύο “εταίρους” αν η Αραβική άνοιξη φτάσει στις παρυφές της Ρωσίας ή ακόμα χειρότερα εισχωρήσει και στην ενδοχώρα της; Τι θα πράξει η Κίνα σε αυτήν την περίπτωση; Και ακόμα περισσότερο τι θα πράξει μια “μεταμορφωμένη” Κίνα που θα προκύψει από την υποβόσκουσα οικονομική της κρίση; Θα αδράξει ίσως την ευκαιρία να ικανοποιήσει και τις βλέψεις της για τις πλουτοπαραγωγικές περιοχές που σε προγενέστερους χρόνους και επί εποχής ΕΣΣΔ είχαν οδηγήσει ως ουσιαστική αιτία τις δυο χώρες στα πρόθυρα πολέμου (βλέπε Σινο-σοβιετικές παραμεθόριες συγκρούσεις το 1969) και οι οποίες διαφορές έχουν “κρυφτεί κάτω από το χαλί” παρά έχουν επιλυθεί ακόμα και σήμερα;

Συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον με τον Κινέζο ομόλογό του Μάο Ζεντόνγκ το 1972 όπου θεμελιώθηκε το περίφημο άνοιγμα των ΗΠΑ στην Κίνα σε απάντηση της Σινοσοβιετικής διενέξεως που κορυφώθηκε το 1969. Ο Κινέζος ιστορικός Λίου Τσενσάν (Liu Chenshan) ήταν από τους πρώτους που αποκάλυψε ότι οι σοβιετικοί είχαν φτάσει κυριολεκτικά στο "παρά πέντε" από το να εξαπολύσουν πυρηνική επίθεση στην Κίνα με αφορμή τις γνωστές τους θερμές διασυνοριακές διενέξεις κατά το 1969. Οι σοβιετικοί μάλιστα ζητήσανε τότε από τις ΗΠΑ να παραμείνουν ουδέτερες σε μια τέτοια περίπτωση, οι οποίες όμως απάντησαν και μάλιστα σε πολύ έντονο και κατηγορηματικό ύφος ότι θα προχωρούσαν σε ισοδύναμα αντίποινα εις βάρος τους αν επιχειρούσαν κάτι τέτοιο. Πολλές ωστόσο πτυχές αυτής της ιστορίας παραμένουν σκοτεινές ακόμα και σήμερα αν και τους ισχυρισμούς αυτούς του Τσενσάν δεν τους έχει αμφισβητήσει κανείς.
Παρομοίως και για την δεύτερη, την Ινδία δηλαδή, ισχύουν τα ίδια με αυτά για τα οποία και η Ρωσία προβληματίζεται με κάποιες ωστόσο διαφοροποιήσεις. Μην ξεχνάμε ότι και στην Ινδία υπάρχει μειοψηφών μεν Μουσουλμανικό στοιχείο, δυναμικό δε το οποίο έχει πάμπολλες φορές ταλανίσει όχι μόνο την τάξη και την ασφάλεια της χώρας αλλά έχει προκαλέσει ακόμα και την συνεκτικότητα της ως χώρα. Οι προεκτάσεις αυτού του ζητήματος μπορούν να πάρουν ακόμα πιο εκρηκτικές διαστάσεις στην διαφιλονικούμενη περιοχή του Κασμίρ όπου επίσης ενυπάρχει έντονο Ισλαμικό στοιχείο και όπως περιγράφηκε ποιο πάνω, εμπλέκει τόσο πια το “Κινεζόστροφο” Πακιστάν όσο και την Κίνα.

στ) Άλλες χώρες
Μέσα σε αυτό το σκηνικό και τοποθετημένοι πέριξ αυτής της γεωπολιτικής “σκακιέρας”, υπάρχουν και κάποιες άλλες χώρες, ελίτ δηλαδή βασικά, που μπορούν με διάφορους τρόπους να συμμετάσχουν σε αυτά τα παίγνια, περισσότερο όμως σε ρόλους δορυφόρων ή θερμών σημείων αφορμών παρά ως διαμορφωτές πραγμάτων και καταστάσεων.

Προφανώς κοντά στην περιοχή της Κίνας η Βόρειος και Νότια Κορέα όπως και η Ταϊβάν αλλά και περιοχές της Ινδοκίνας, συγκεντρώνουν μεγάλες ενέργειες δυνητικής αποσταθεροποίησης της περιοχής. Περισσότερο όμως αυτές οι χώρες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με σχετική εξαίρεση ίσως της Νοτίου Κορέας, εξαρτώνται από τις εξελίξεις που τα μεγαλύτερα κέντρα αποφάσεων δρομολογούν και μπορούν να προκαλέσουν.

Ταϊβάν
Σε ότι αφορά την Ταϊβάν (ή Φορμόζα ή Ταϊπέι ή Δημοκρατία της Κίνας) είναι γνωστές οι διαφορές της μα την Κίνα αφού αμφότεροι και από το 1949 αμφισβητούν ο ένας την κυριαρχία του άλλου. Η Δημοκρατία της Κίνας δεν αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος από τις περισσότερες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, αλλά ως επαρχία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Ως ανεξάρτητη έχει αναγνωρισθεί μόνο από 24 κράτη. Αν και τον τελευταίο καιρό οι δύο χώρες έχουν προσπαθήσει να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους, οι βασικές τους διαφορές παραμένουν, με τις ΗΠΑ (και κάποιες άλλες δυνάμεις της δύσης) να έχουν αναλάβει έναν διακριτό ρόλο πάτρωνα και προστάτη της Ταϊβάν.

Βόρειος Κορέα
Για την Βόρειο Κορέα, γνωστής και μη εξαιρετέας, δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι πολλές φορές παίζει τον ρόλο του “τρελού του χωριού” για λογαριασμό των Κινεζικών επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων. Και είναι βάσιμη αυτή η άποψη γιατί αλλιώς η Κίνα θα έπρεπε να έχει “ξεμπερδέψει” προ πολλού με αυτό το καθεστώς της Β. Κορέας το οποίο τις περισσότερες φορές της δημιουργεί “προβλήματα” και την φέρνει, ως πάτρωνας του βέβαια, σε δύσκολη θέση με την “ανάρμοστη” συμπεριφορά του στο διεθνές περιβάλλον. Αναπόφευκτα οι μεταμορφώσεις στην Κίνα που μπορεί να προκύψουν από την επαπειλούμενη οικονομική της κρίση θα μορφοποιήσουν με την σειρά τους και την Βόρειο Κορέα. Όπου είναι να “πάει” η Κίνα κάπου εκεί κοντά και πέριξ της θα “πάει” και η Βόρειος Κορέα. Το φάσμα από τις μεταρρυθμίσεις και τον “καλλωπισμό του τρελού” μέχρι του σημείου που αυτός θα αρχίσει να πατάει διάφορα κόκκινα κουμπιά δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Στο άλλο άκρο τώρα της υφηλίου, υπάρχουν και κάποιες άλλες χώρες που μπορούν με τον τρόπο τους να επηρεάσουν τις εξελίξεις, περισσότερο ως επίκτητοι παρεμβολείς στα πράγματα μιας υψηλού επιπέδου γεωπολιτικής σκακιέρας παρά ως γενεσιουργοί καταστάσεων. Εξ αυτών δύο μπορούμε να ξεχωρίσουμε. Την Τουρκία και το Ισραήλ.

Τουρκία
Ως γνωστόν, η Τουρκία φαντάζεται τον εαυτό της ως τον νεο-οθωμανικό αυτεξούσιο διάδοχο ενός σύγχρονου χαλιφάτου. Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, η κατάληξη της Αραβικής άνοιξης σε ένα παγκοσμιοποιημένο Ισλάμ εν είδη ενός μοντέρνου χαλιφάτου δεν μπορεί να αποκλειστεί. Δεν σημαίνει βέβαια ότι αυτή η θέση του μεγάλου χαλίφη ή σουλτάνου είναι κρατημένη για την Τουρκία, το αντίθετο μάλιστα. Απλά η Τουρκία συναποτελεί με κάποιους άλλους έναν από τους πόλους του μουσουλμανικού κόσμου που θα επιδιώξει να πάρει αυτήν την θέση. Η Τουρκία πράγματι μεγάλωσε με τρομακτικό τρόπο την τελευταία δεκαετία. Αισθάνεται εν δυνάμει τοπική υπερδύναμη και αυτό δημιουργεί μια αίσθηση, υπεροπτικής μάλλον, αυτοπεποίθησης στις κατά τα άλλα σοβινιστικές και εθνικιστικές ελίτ της για να επιχειρήσουν την χειραφέτησή τους από την δύση και την πάλαι ποτέ ισχυρή ομπρέλα του μεγάλου υπερατλαντικού “φίλου” τους. Μέσα σε αυτήν την ζύμωση λοιπόν, η Κίνα ανατέλλει στον γεωπολιτικό ορίζοντα της Τουρκίας. Και όχι για κανέναν άλλον λόγο αλλά όπως επειδή είπαμε, η Κίνα δεν μπορεί να μην συμπορευτεί με τις εξελίξεις στον Μουσουλμανικό κόσμο που η Αραβική άνοιξη φέρνει και δυνητικά μπορεί να καταλήξει στο σύγχρονο χαλιφάτο. Και κάπου εκεί και αυτή με την σειρά της συναντά την Τουρκία... αυτήν την “εν δυνάμει τοπική υπερδύναμη” (!) που θα μπορούσε με το όποιο της βάρος να αλλάξει κάπως τους Γεωπολιτικούς συσχετισμούς και όχι τόσο του παρόντος χρόνου, αλλά της “επόμενης μέρας” σε ένα γεωπολιτικό χάρτη που σιγά-σιγά αναδύεται και θα αποτυπωθεί σε έναν νέο ιστορικό καμβά που θα χαρακτηρίζεται από την “επόμενη μέρα” της ίδιας της Κίνας είτε αυτή πάει προς την δική της οικονομική κρίση είτε όχι.

Ισραήλ
Οι σχέσεις του Ισραήλ με την Κίνα θα μπορούσαν από κάποια σκοπιά παρατήρησης να θεωρηθούν ως αλλοπρόσαλλες που διέπονται από πολλά παράδοξα και οξύμωρα. Το Ισραήλ ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την Λαϊκή δημοκρατία της Κίνας, σε αντίθεση με το σύνολο της δύσης και των ΗΠΑ που αναγνώριζαν την Ταϊβάν ως Δημοκρατία της Κίνας και αυτεξούσιο της Κινεζικής κυριαρχίας. Η Κίνα όμως δεν αναγνώρισε το Ισραήλ παρά μόνο το 1992! Στο εντωμεταξύ όμως, αμφότεροι προσπαθούσαν να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλο. Μέσα σε αυτό το κλίμα λοιπόν αναπτύχθηκε μια ιδιόμορφη σχέση στο παρασκήνιο. Στενή μάλιστα που σύντομα επεκτάθηκε και στο επίπεδο της στρατιωτικής συνεργασίας, η οποία εμπεδώθηκε κατά την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν το 1980. Οι δύο χώρες ανέπτυξαν σε εκείνη την περίοδο κοινή δράση καθώς συνεργαζόντουσαν μυστικά στην υποστήριξη των Μουτζαχεντίν διαπλάθοντας ταυτόχρονα την λεγόμενη Ισλαμική αντίσταση(!) κατά του κομουνισμού και των Σοβιετικών.

Μουτζαχεντίν - από την επέμβαση της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν. Μεταξύ άλλων υποστηριχτών των Μουτζαχεντίν, Ισραήλ και Κίνα τους προμήθευαν οπλισμό. Το Ισραήλ μάλιστα έστελνε όπλα κατασχεθέντα ή λάφυρα από τα κατεχόμενα και το PLO τα οποία στην συνέχεια προωθούνταν στους αντάρτες μέσω του Πακιστάν και της CIA.
Από το 1980 και μετά μάλιστα, οι σχέσεις των δύο αυτών χωρών ενισχύθηκαν περαιτέρω, πάντα όμως στο παρασκήνιο, αφού φτάσανε και στο σημείο να ανταλλάσσουν στρατιωτική τεχνολογία ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να γίνονται τα πρώτα δειλά βήματα και στον εμπορικό τομέα. Όλα αυτά οδήγησαν στην αποκατάσταση των τυπικών σχέσεών τους το 1992 και αφού η Κίνα πια αναγνώρισε το Ισραήλ ως κράτος. Έκτοτε οι σχέσεις τους αναπτύχθηκαν και διευρύνθηκαν ακόμα πιο πολύ με το εμπορικό τους μάλιστα ισοζύγιο να φτάνει το 2010 τα 10 δις δολάρια.
Προφανώς οι σχέσεις των δύο αυτών χωρών περνάνε και από τον Ισλαμικό κόσμο όπου είναι γνωστό ότι η Κίνα διατηρεί πολύ καλούς δεσμούς και έχει σημαντική επιρροή. Η υποστήριξη της Κίνας στο Ιράν όπου και συνέβαλε στην ανάπτυξη της πυρηνικής τεχνολογίας στην χώρα αυτή, φαίνεται, ως έκπληξη και παρά του αντίθετα αναμενόμενου, να μην αποτελεί κρίσιμο σημείο στις Σινοισραηλινές σχέσεις, τουλάχιστον ως του σημείου βέβαια που το πρόβλημα αυτό για το Ισραήλ δεν θα διαιωνιζόταν.

Κάπου εκεί λοιπόν και στο σταυροδρόμι της ιστορίας όπου το Ισραήλ άρχισε να αντιλαμβάνεται τις νέες δυναμικές που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή του, ενεργειακά ζητήματα, νέο-Οθωμανισμός και Τουρκία, Αραβική άνοιξη, κ.α, οι σχέσεις των δύο αυτών χωρών άρχισαν να διολισθαίνουν με αφορμή την ακύρωση της προγραμματισμένης επίσκεψης του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου στην Κίνα τον Ιούνιο του 2012, στα πλαίσια μάλιστα του εορτασμού της επετείου για τα 20 χρόνια από την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών!

Θα ήταν σκόπιμο μέσα σε όλα αυτά να αναφερθούμε και στις σχέσεις του Ισραήλ με άλλους “παίχτες”, έτσι όπως αυτές αναδεικνύονται σταδιακά από αυτήν την σύγχρονη γεωπολιτική σκακιέρα. Σαν σύντομα σημεία λοιπόν: Προσπάθεια προσέγγισης με την Ρωσία η οποία έχει αποδώσει πολύ γρήγορα καρπούς (π.χ ενεργειακά ζητήματα) και δείχνει να έχει πιθανά πολύ ευοίωνο μέλλον. Κλυδωνισμοί στις Ισραηλινοτουρκικές σχέσεις ως σημείου ψυχρού πολέμου. Σταδιακή ψύχρανση στις σχέσεις με την Γερμανία και εμφανής σκεπτικισμός για τις σκοπιμότητες άλλων δυτικών Ευρωπαϊκών χωρών στην εμπλοκή τους με τα τεκταινόμενα της Αραβικής Άνοιξης στην Βόρειο Αφρική και την Μ. Ανατολή. Προσέγγιση με την Κύπρο, την Ελλάδα αλλά και την Βουλγαρία όπου με τις πρώτες δύο η σύσφιξη των σχέσεών τους εντείνεται και σε θέματα άμυνας εκτός των γνωστών ενεργειακών και άλλων ζητημάτων.

Τέλος μιας εποχής; ...και η Ελλάδα.


Στο τέλος της ημέρας όμως τελικά, αυτό που μπορεί κάποιος να συνειδητοποιήσει είναι ότι η ίδια η ιστορία έχει φτάσει πια σε ένα νέο σταυροδρόμι. Ο κόσμος έτσι όπως τον γνωρίζαμε όχι πριν πολύ καιρό αλλάζει. Η Κίνα και η πιθανή επερχόμενη οικονομική της κρίση δεν είναι τίποτα παραπάνω από συνιστώσες αυτού του κόσμου. Οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί που περιγράφηκαν πιο πάνω υφίστανται ήδη ως μια έκφανση αυτού του κόσμου και θα εξελιχθούν ανεξάρτητα από το αν η Κίνα συναντήσει την δική της οικονομική κρίση ή όχι. Απλά αν αυτή συμβεί, θα επιταχύνει τότε τις εξελίξεις με τρόπο ίσως βίαιο και απότομο και το επίπεδο της εκτράχυνσης των πραγμάτων θα εξαρτηθεί από το πώς και πόσο θα μεταμορφωθεί η Κίνα. Αν η παρούσα κρίση στην Ευρωζώνη μαζί με την ρευστότητα της Αραβικής άνοιξης “κλείσει” σαν τρίγωνο με την οικονομική κρίση της Κίνας, τότε η ανθρωπότητα μπορεί δυνητικά να βρεθεί προ μιας τραγικά απειλητικής κατάστασης για τον εαυτό της και το μέλλον της. Ακόμα όμως και η υπόνοια ότι αυτό το τρίγωνο μπορεί να κλείσει κάποια στιγμή στο σύντομο μέλλον, αρκεί για να πυροδοτήσει καταστάσεις επικίνδυνες.

Ποιος αλλάζει τον κόσμο; Τι τον αλλάζει; Που αλλάζει; Πότε αλλάζει; Γιατί αλλάζει, Πώς αλλάζει; Ερωτήματα και απαντήσεις(;)...
Η σωφροσύνη που πρέπει οι ηγέτες να επιδείξουν μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις είναι ιδιαιτέρως σημαντική και τα βάρη που επίσης πρέπει να σηκώσουν ακόμα πιο σημαντικά και μπορούν ίσως να συγκριθούν με αυτά που οι προκάτοχοι τους πριν 75 χρόνια περίπου κλήθηκαν να σηκώσουν. Μετά την περίοδο του μεγάλου ψυχρού πολέμου, αυτή η παρούσα της περίφημης πια νέας τάξης πραγμάτων, με την πολιτική και ιστορική έννοια του όρου, δείχνει, ότι αν δεν έχει ήδη τελειώσει, ότι αυτό-απαξιώνεται, φθίνει και βρίσκεται στην παρακμή της. Όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά απλά επειδή οι αμαρτίες της ήταν τόσο μεγάλες που σαν γάγγραινα τώρα τρώνε το σώμα της. Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτή η περίοδος δόμησε διάφορα ισχυρά συστήματα συμφερόντων που αυτά με την σειρά τους δεν δείχνουν διατεθειμένα να τα απολέσουν. Και το χειρότερο είναι ότι αρχίζουν να “τρώγονται” μεταξύ τους, γιατί απλά, το “σώμα” που έχει απομείνει από την γάγγραινα είναι λίγο και μικρό και πολύ άρρωστο και δεν μπορεί να τους χωρέσει όλους. Δυστυχώς η ιστορική διαπίστωση είναι ότι όποτε κάτι τέτοιο συνέβη στο παρελθόν, η αλλαγή “εποχής” πέρασε μέσα από διάφορα αιματοκυλίσματα. Και η Κίνα όπως επίσης και η σύγχρονη ΕΕ αλλά και ο σύγχρονος Ισλαμικός κόσμος είναι μέρος του προβλήματος αυτού. Είναι σχηματισμοί και οικονομικές ή πολιτικές οντότητες που σχηματοποιήθηκαν και παραλλάχθηκαν βίαια μέσα στον “δοκιμαστικό” σωλήνα της νέας τάξης πραγμάτων η οποία προκάλεσε αυτές τις τερατογενέσεις, παρεμβαίνοντας σε υλικά όμως που οι ιστορικές τους καταβολές υποσχόντουσαν άλλα πράγματα για τις κοινωνίες και την ανθρωπότητα.

Κρίσιμη η στάση των ΗΠΑ στα σύγχρονα διακυβεύματα.
Η στάση των ΗΠΑ απέναντι σε αυτά τα ζητήματα θα είναι κάτι παραπάνω από κρίσιμη. Όχι ότι και αυτές δεν μπήκαν σε αυτόν τον “δοκιμαστικό” σωλήνα. Το αντίθετο μάλιστα, μπήκαν και αυτές μέσα στην δική τους εν μέρη εφεύρεση και οι στρεβλώσεις που υπέστησαν ήταν κάτι παραπάνω από απεχθείς. Σαν μια φάρσα της ιστορίας όμως, αυτή επαναλαμβάνεται φέρνοντας κρίσιμα διακυβεύματα για την κοινωνία και τις ελίτ της. Όπως και το 1929 έτσι και σήμερα μετά την κρίση του 2007, οι ΗΠΑ δυνητικά και αναλόγως των εξελίξεων που η εξωτερική τους πολιτική θα φέρει, μπορεί να φτάσουν στο σημείο να έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του WASP και των διαφόρων ιδεολογημάτων του μίσους του νότου ή τις παραδοσιακές αρχές της αστικής δημοκρατίας και του κοινωνισμού του βορά, λες και αλήθεια, ο εμφύλιος τους πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ...
Η παρούσα διακυβέρνηση Ομπάμα και περισσότερο με την έννοια των ελίτ που την υποστηρίζουν, δείχνει ότι προσπαθεί να πάει προς την δεύτερη κατεύθυνση και να βγει από αυτόν τον “δοκιμαστικό” σωλήνα για να γιατρέψει τις παραμορφώσεις που υπέστη η κοινωνία, η πολιτική και η οικονομία της χώρας. Το ίδιο περίπου πράγμα κατάφερε και μετά το 1929 οδηγώντας την μάλιστα στην δική της ιστορική υπέρβαση όπου και στο τέλος αυτής της της πορείας, κατάληξε να συνεργαστεί ευθαρσώς μαζί με την αντίθετη ιδεολογικά ΕΣΣΔ μπροστά στον κίνδυνο του παγκόσμιου ολοκληρωτισμού. Έχει και σήμερα την ευκαιρία να πράξει κάτι αντίστοιχο... ο δρόμος όμως δεν είναι ασφαλής και σίγουρος και η ελπίδα είναι να τα καταφέρει και να μην υποτροπιάσει αρχής γενομένης από το να απέχει από κάθε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής της στον Ισλαμικό κόσμο και την Μέση Ανατολή υπό το παρών status quo, το οποίο το μόνο που θα κάνει είναι να εξυπηρετήσει την ατζέντα μιας εποχής από την οποία η ίδια ουσιαστικά θέλει (τουλάχιστον μέχρι τώρα έτσι δείχνει) και πρέπει να ξεφύγει.

Η θέση και οι προκλήσεις της Ελλάδας.
Και μία και μιλήσαμε για ηγέτες παραπάνω, καλό θα είναι και οι δικοί μας στην Ελλάδα αλλά περισσότερο η ντόπια καθεστηκυία τάξη, να αναγνώσει γρήγορα τα πιθανά μελλούμενα και να καταλάβει ότι η θέση της στα διεθνή πράγματα δεν μπορεί να είναι εγγυημένη με τους δρόμους που τώρα έχει χαράξει. Όποιες διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου και αν έχει λάβει από τις άλλες και μεγαλύτερου διαμετρήματος διεθνοποιημένες ελίτ, θα καταλήξει αναπόφευκτα τελικά υπό ομηρία και σταδιακή συμπίεση όπως επανειλημμένως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, τουλάχιστον με αυτές τις ελίτ που μέχρι τώρα σχετίζεται και συνεργάζεται.

Οι συνειρμοί που το Κινέζικο οικονομικό μοντέλο φέρνουν στον νου μέσα από τους όρους “ανταγωνισμός”, “παραγωγικότητα”, “ανταγωνιστικό και χαμηλό κόστος παραγωγής”, “οικονομικές ζώνες”, κ.α είναι εύλογοι και πέρα για πέρα αληθινοί αν αναλογιστεί κανείς ότι η επιχειρούμενη οικονομική “διάσωση” της χώρας συντελείτε μέσα από τα ίδια τα εργαλεία και τον τρόπο σκέψης του νεοφιλελευθερισμού ο οποίος ουσιαστικά είναι υπεύθυνος για την επαπειλούμενη οικονομική κρίση στην Κίνα αλλά και για την παγκόσμια δυσμενή οικονομική εικόνα του πλανήτη. Και σε συνάρτηση με τις γεωπολιτικές προεκτάσεις των πραγμάτων, καλά θα κάνουν λοιπόν οι διάφοροι πολιτικάντηδες και οι παπαγάλοι τους στα συστημικά ΜΜΕ να προσέχουν όταν πανηγυρίζουν τις επενδύσεις των Κινέζων στην χώρα μας και ιδίως όταν αυτές αφορούν στρατηγικές υποδομές και πόρους της Ελλάδας όπως π.χ το λιμάνι του Πειραιά. Και αν καμία φορά απαντάνε κυνικά “μα εμείς τα λεφτά τους θέλουμε, υπάρχει κανείς που διαφωνεί ότι η χώρα τα έχει ανάγκη...”, ας έχουν υπόψιν τους ότι τέτοιου είδους επενδύσεις δημιουργούν και πολιτικές εξαρτήσεις η οποίες την κρίσιμη στιγμή και αν κάτι τέτοιο καταστεί αναγκαίο για την χώρα, η απαγκίστρωση από συγκεκριμένους γεωπολιτικούς συσχετισμούς θα είναι στην καλύτερη περίπτωση πάρα πολύ δύσκολη, έως και ανέφικτη πιθανά με καταστρεπτικές συνέπειες για αυτήν και τον λαό της.
Ο Πειραιάς αποτελεί για την Κίνα, τουλάχιστον έτσι όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι, την πύλη τους στην Ευρώπη. Η Κινεζική COSCO έχει επενδύσει μέχρι στιγμής 340 εκατ. Ευρώ στο λιμάνι μετά την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του από αυτήν. Το εμπορικό ισοζύγιο Ελλάδας - Κίνας υπολογίζεται στα 3.38 δις δολάρια για το 2012 και εκτιμάται από τους Κινέζους ότι μέχρι το 2015 θα διπλασιαστεί. Οι Ελληνικές εξαγωγές στην Κίνα ανήλθαν στα 382 εκατ. δολάρια το 2012.
Αλλά είναι και θέμα ιστορικής αξιοπρέπειας για εμάς τους “κοινούς θνητούς”, τον Λαό. Μια αξιοπρέπεια η οποία έχει πληγεί σφόδρα τον τελευταίο καιρό και που πάντα και παρά τον εθνικό διχασμό που δυστυχώς υποβόσκει τεχνηέντως ακόμα και στις μέρες μας, η συντριπτική του πλειοψηφία τουλάχιστον, στάθηκε πάντα απέναντι στον ολοκληρωτισμό. Αν σήμερα λοιπόν στεκόμαστε μπροστά στο φάσμα ενός οικονομικού ολοκληρωτισμού όπου και οι προεκτάσεις αυτού μπορούν στο μέλλον να οδηγήσουν και σε άλλα πράγματα, δεν θα ήταν σώφρων να θυσιάζουμε τα πάντα και κυριότερα την συλλογική αξιοπρέπεια ενός Λαού στο όνομα μιας υπόσχεσης για οικονομική ανακούφιση και “διάσωση” της χώρας που όμως ποτέ δεν έρχεται, μα και που αν έρθει, οι παρούσες τροχιές δείχνουν ότι θα έρθει με την μορφή όχι μόνο ενός οικονομικού ολοκληρωτισμού ως μια άλλη “Κινεζοποίηση”, αλλά πιθανά και πολιτικού ή ακόμα χειρότερα και γεωπολιτικού ολοκληρωτισμού. Και πρέπει να είναι ξεκάθαρο στο μυαλό μας, ότι όταν μιλάμε για την περίφημη πρόσδεση της χώρας στο “κέντρο Ευρωπαϊκό διευθυντήριο” δηλαδή την Γερμανία, εμμέσως και στην περίμετρο αυτού του γεωπολιτικού σχήματος μιλάμε πολύ πιθανά και για έμμεση πρόσδεση στο Κινεζικό άρμα. Δυνητικά όλοι αυτοί οι συσχετισμοί δεν μπορούν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να καταστεί η χώρα αλλά και άλλοι βαλκάνιοι γείτονες της, δορυφόροι μιας νέας υπέρ Ισλαμικής πολιτικής οντότητας που αυτοί οι “πάτρωνες” και εξ αντανακλάσεως των εξελίξεων, πιθανά υπαγορεύσουν.

Η τάξη πραγμάτων που δυνητικά η Αραβική άνοιξη μπορεί να φέρει ως Αραβικός χειμώνας στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α Μεσογείου εκπεφρασμένης μέσω συναφειών με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και άλλων τέτοιον πιο ακραίων ίσως πολιτικο-θρησκευτικών σχημάτων, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα επηρεάσει καταλυτικά τον ενεργειακό χάρτη στην περιοχή αυτή. Προ εγκατεστημένα συμφέροντα ή άλλα με ικανές επιρροές επί του παρόντος status quo πολύ πιθανά να αποκλειστούν όπως π.χ Ισραηλινά και Αμερικάνικα, βλέπε δηλαδή Noble Energy και Κύπρος σχετικά με τους πόρους υδρογονανθράκων της τελευταίας, ενώ άλλα ανταγωνιστικά και μέχρι πρότινος μερικός ή ολικός αποκλεισμένα, να αποκτήσουν πρόσβαση όπως π.χ σαφώς Τουρκικά (και από άλλες χώρες του Κόλπου), πολύ πιθανά Γερμανικά και επίσης πιθανά Κινεζικά. Σίγουρα σε μια τέτοια περίπτωση, η Ρωσία θα ήταν επίσης από τους αποκλεισμένους. Και είναι μια πιθανότητα αυτή την οποία η Ελλάδα ακουσίως προωθεί με την παρούσα στάση της καθώς επιμένει να συσχετίζεται και να συμπορεύεται με τους προαναφερθέντες γεωπολιτικούς πόλους και “εταίρους” δηλαδή την Γερμανία και εμμέσως βέβαια την Κίνα. Συνεπικουρούμενης της δεινής της οικονομικής κατάστασης και μέσα σε αυτόν τον πιθανό νέο χάρτη της περιοχής και τους “συμμαχικούς” συσχετισμούς, η γεωστρατηγική θέση της χώρας θα είναι αρκετά υποβαθμισμένη όπως βέβαια και η γεωπολιτικές της επιρροές με αποτέλεσμα να καταλήξει “ριγμένη” στην όποια μελλοντική μοιρασιά απέναντι μάλιστα στους ίδιους τους δικούς της υποθαλάσσιους κυρίως πόρους.
Στην τελευταία του επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς παρούσης του Αμερικάνου προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ανέφερε με τον πιο κατηγορηματικό και επίσημο τρόπο την ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων υδρογονανθράκων στην Ελληνική επικράτεια. Και η Ελλάδα από το "δεν έχει πετρέλαιο και φυσικό αέριο", πέρασε στο ότι μπορεί να είναι μια πλούσια χώρα χάρη κυρίως στους υποθαλάσσιους ενεργειακούς πόρους της. Η πολυετής αποσιώπηση ως και κατηγορηματικής διάψευσης αυτής της προοπτικής και πραγματικότητας για την χώρα από τον ντόπιο πολιτικό κόσμο, συνδυασμένη με το γεγονός ότι τώρα και δοθείσας ευκαιρίας της οικονομικής κρίσης έρχεται στο φως η αλήθεια, είναι κάτι που μόνο εύλογους προβληματισμούς μπορεί να δημιουργήσουν αυτές οι εξελίξεις και καταστάσεις. Και αλήθεια, ποιες οικονομικές και πολιτικές εξαρτήσεις σε τρίτους έφερε η κρίση στη χώρα; Ποιόν ή Ποιους εξυπηρετεί αυτή η κατάσταση όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό; Ευνοείται μήπως και η Τουρκία ως ανταγωνίστρια και διεκδικήτρια αυτού του πλούτου από την παρούσα αδυναμία της χώρας; Πως έτυχε έτσι ο συντονισμός μιας οικονομικής κρίσης στην Κύπρο με τις γεωτρήσεις της στο γνωστό οικόπεδο 12; Τίνων συμφερόντων είναι η Noble Energy που έχει αναλάβει μετά από συμφωνία με την Κύπρο τις εν λόγω γεωτρήσεις και την συνδιαχείριση αυτών των κοιτασμάτων; Ποιος πρώην πρόεδρος τον ΗΠΑ είναι άτυπος σύμβουλος αυτής της εταιρείας και επίσης αν τα συμφέροντά της διακυβεύονται από την οικονομική κρίση της Κύπρου; Ποιος διεισδύει οικονομικά στην Ελλάδα και προσπαθεί να ελέγξει εμπορικές και μεταφορικές υποδομές και άρα δυνητικά την διαμεταφορά των πόρων αυτών όταν αυτοί εξαχθούν; ...και προφανώς η αλληλουχία των ερωτημάτων μπορεί να συνεχιστεί επί μακρόν, οι απαντήσεις όμως μπορεί να είναι κρίσιμες και πολύ σημαντικές ιδίως όταν αυτές σε κάποια σημεία τους ενοποιούνται για να περιγράψουν τελικά τα πραγματικά όσο και τα λογικά υποφαινόμενα των περιστάσεων.
Είναι εμφανές ότι η Κίνα προσπαθεί να διεισδύσει σε αυτήν την κρίσιμη περιοχή της Ν.Α Μεσογείου με πολλούς τρόπους καθώς τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει είναι μεγάλα και δεν περιορίζονται μόνο στα ενεργειακά ζητήματα. Η επιχειρηματική διείσδυση της στην Ελλάδα με την προσπάθειά της να ελέγξει διάφορους υφιστάμενους στρατηγικούς πόρους της χώρας, ξεπερνούν την στενή έννοια του οικονομικού κέρδους και μόνο. Τέτοιου είδους επενδύσεις μαρτυρούν μια βαθύτερη σκοπιμότητα που ανάγεται σε όρους γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών βλέψεων και συμφερόντων. Βεβαίως η Κίνα μπορεί να “έρθει στην πόρτα” της Ελλάδας και διαμέσου της Αραβικής άνοιξης, ακόμα και διαμέσου της Τουρκίας όπως είπαμε πιο πάνω ή ακόμα και μέσω της Γερμανίας (το οποίο φαίνεται ότι ήδη συμβαίνει). Τα μελλούμενα όμως που μπορούν να προκύψουν από αυτόν τον νέο ιστορικό και γεωπολιτικό καμβά που περιγράψαμε, όπως επίσης και από τις “μεταμορφώσεις” της Κίνας, δεν νοείται επ' ουδενί για την Ελλάδα ότι μπορεί ή έχει το άλλοθι τώρα να εξαργυρώσει οπορτουνιστικά τα όποια εφήμερα κέρδη αυτές οι συνεργασίες φέρνουν στο όνομα ενός μέλλοντος το οποίο θα είναι καταφανώς ενάντια στα συμφέροντά της και ακόμα περισσότερο στα συμφέροντα και τις παραδώσεις του δημοκρατικού Λαού της.

444©

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου